• Το φαράγγι και ο θρύλος – Aπόσπασμα απο το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Σεμερτζίδου

    7 Απριλίου 2013

    Tags:
    Posted in: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

    «Βαθιά ήταν μέσα μου κρυμμένοι οι λόγοι που αγαπούσα τη θάλασσα. Άδεια, αδιάρθρωτη μέσα στον χώρο και με την αίσθηση του χρόνου να αμβλύνεται και να χάνεται στο άμετρο. Ο Μπερνίνι, ο δήμαρχος του Φουρόρε, γινόταν τότε, μέσα σ’ αυτή τη μέθεξη μιας αισθητικής ηδονής, ένα Ερμείο πλάσμα, ένας γλυκός ψυχοπομπός που μου έδειχνε, με το χέρι ελαφρά τεντωμένο στην ακροθαλασσιά, την απεραντοσύνη μιας πλούσιας προσδοκίας. Απλώνοντας τα χέρια του για να αγγίξει το είδωλο της ομορφιάς του μεταμορφώνονταν σε σύμβολο και καθρέφτη του δικού μου εαυτού. Ο έρωτας έμπαινε, στη συνέχεια, περιχαρακωμένος μελαγχολικά στο προσωπικό ονειρικό μου κόσμο, και η εικόνα του δεν διέφερε από σμιλευμένο κομμάτι μάρμαρο της Πάρου.

    Είχαμε περάσει πολλές ώρες του δειλινού μαζί, να βαδίζουμε κατά μήκος μιας μακριάς ακτογραμμής, νιώθοντας το σώμα του, δίπλα στο δικό μου, να ορθώνεται ανάλαφρο, γεμάτο χάρη, ίδιος αρχαίος θεός. Ξαφνικά, ο δρόμος που οδηγεί από το συναίσθημα στο πνεύμα ανοίγονταν πλατύς μπροστά μου, μέχρι που ο δαίμονας να ποδοπατήσει, τελικά, τη λογική και τη νηφαλιότητα, εισχωρώντας ύπουλα, φέρνοντας μαζί του τη μέθη επιθυμιών και τη ζάλη του πάθους μου. Φοβόμουν ότι αυτό το πάθος θα τα κατάστρεφε όλα, αν άφηνα να εκτονωθεί. Έπρεπε να διατηρήσω κάθε λεπτή ισορροπία μέσα μου, για να μπορέσω να δημιουργήσω. Η «Μαμά» ήταν μια παθιασμένη προσωπικότητα, αλλά εγώ ήθελα να «μιλήσω» καλλιτεχνικά για εκείνη στο κοινό με προσοχή, ηρεμία, τάξη και αυτοπειθαρχία. Ο Μπερνίνι το ήξερε αυτό, το είχε καταλάβει. Στο μικρό ψαροχώρι βρισκόμουν, πλέον, αντιμέτωπη με το δικό μου προσωπικό «φαράγγι». Όπως οι Ποιητές, έτσι και εγώ, δεν μπορούσα να ακολουθήσω το δρόμο της ομορφιάς, το δρόμο της δημιουργίας, χωρίς τον έρωτα σύντροφο οδηγό μου. Λίγες μέρες ακόμα και μετά θα έφευγα για να ξαναρθώ πάλι …

    Ένας ήλιος δυνατός ανέβαινε όλο λάμψη και φόβο. Η θάλασσα αποκτούσε βαθύ γαλανό χρώμα. Το Φουρόρε, στη στιγμή, άλλαζε ρούχα και ντυνόταν το ένδυμα της μυστικής ατμόσφαιρας της Βενετίας. Έβλεπα τη παραλία του Λίντο και εμένα καθισμένη στην άμμο. Ένα μαύρο πανί φτερουγίζει, έτοιμο να πνίξει τη ζωή της. Ο απαγορευμένος αισθησιασμός γίνεται φυγή στην άβυσσο του σκότους της. Όλη η πόλη σε μια ένταση, έναν κίνδυνο, που φτάνοντας σε οργιαστική λύτρωση, μετατρέπεται σε ταξίδι προς το θάνατο. Θάνατος στη Βενετία …

    Φοβόμουν το πάθος μου. Τη μοίρα μου. Τον εαυτό μου. Η μαύρη γόνδολα κυλούσε σε ήρεμα νερά, αλλά απ’ τη μοίρα του, ποτέ, κανένας δεν γλυτώνει. Έπρεπε να βρω τη δύναμη να συνεχίσω το μονοπάτι για το φαράγγι … »

    Ελένη Σεμερτζίδου, Λογοτέχνιδα

  • Comments are closed.