• Archive for Ιούνιος, 2010

    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ- ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: ΙΟΥΝΙΟΣ 1965 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΜΑΪΟΣ 2010

    17 Ιουνίου 2010 // 4.089 Comments »

     

    Γραμμή Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη. Απόγευμα του Ιουνίου του 1965, ένα λεωφορείο της κακιάς ώρας με καμιά  σαρανταριά στοιβαγμένους και ταλαιπωρημένους επιβάτες, σταματάει στο ξενοδοχείο Bristol (σχεδόν κακόφημο την εποχή εκείνη) στα λαδάδικα της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσά τους εγώ, δεκάχρονο παιδί τότε, η μητέρα μου και ο πατέρας μου.  Η πρώτη διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο Bristol. Ανασφάλεια και φόβος. Σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον, σε μια άγνωστη πόλη, σε μια άγνωστη χώρα. Ακόμα θυμάμαι το ψηλοτάβανο νεοκλασσικό δωμάτιο. Ο ύπνος λίγος και σχεδόν εφιαλτικός. Την άλλη μέρα ο πατέρας  μου πήγε σε κάτι μακρινά του ξαδέλφια που δούλευαν στο Καραβάν Σαράϊ. Μας πήγαν στην οδό Κασσάνδρου. Νοικιάσαμε ένα ισόγειο διαμέρισμα σε πολυκατοικία στον αριθμό 43.
    Ποτέ στη ζωή μου δεν θα ξεχάσω τα λόγια του όταν ταξιδεύαμε προς την Ελλάδα. Σε κάποια στιγμή – καθόμουν στην αγκαλιά του – γύρισε προς την μάνα μου και με φωνή που έτρεμε της είπε:
    – Που πάμε βρε Ευγενία;
    Σαράντα χρόνια έκανε το Ελληνικό κράτος να αναγνωρίσει ότι είμαι Έλληνας. Για το Ελληνικό κράτος, Έλληνας ήσουν, αν “τα έφερνες” στους κρατούντες σαν ποδοσφαιριστής και μπασκετμπολίστας και αν είχες μπάρμπα στην Κορώνη. Το αν λεγόσουν Ραμόν, Χουάν, ή ήσουν Νέγρος δεν είχε (και δεν έχει) μεγάλη σημασία. Μέσα σε μία νύχτα αποκτούσες (και αποκτάς) την Ελληνική υπηκοότητα. Σήκωνες την σημαία, έκανες παρέλαση στα γήπεδα, είχες άποψη για όλους και για όλα. Και κανένας δεν είχε αντίρρηση. Από την άλλη πλευρά, ποιος θα νοιαζόταν για έναν φτωχό Ρωμιό της Πόλης που γεννήθηκε στο Φανάρι, βαπτίστηκε στο Πατριαρχείο στον Άγιο Γεώργιο, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα.  Τριάντα χρόνια είχα Ελληνικό διαβατήριο με τον χαρακτηριστικό στίγμα Ο.Τ.Α. που για τους ειδικούς σημαίνει: Ομογενής Τούρκος Αλλοδαπός. Τώρα το πως ένας Ρωμιός της Πόλης είναι Ομογενής (με ποιόν άραγε;)  και Τούρκος και Αλλοδαπός, αυτό μόνο ένα Δαιμόνιο Ελλαδικό Ελληνικό Μυαλό μέσα στην γελοιότητά του μπορεί να συλλάβει.
    Μικρό παιδί έφθασα στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα, δούλεψα, μόχθησα, νοικοκυρεύτηκα, επιβίωσα. Χωρίς την βοήθεια κανενός. Και τώρα μεσήλικας πλέον, επιστρέφω πίσω να δω τις ρίζες μου. Μετά από 45 χρόνια. Ταξιδεύω με αυτοκίνητο, ένα τζίπ μεγάλου κυβισμού του φίλου μου του Δημήτρη, και σε 7 ώρες φθάνουμε στην Πόλη. Την άλλη μέρα παίρνω ένα ταξί με προορισμό τον Μπαλατά. Οδός Bostan sokak αριθμός 28. Σε 10 λεπτά από το Top Kapi, Αyvansaray στην γειτονιά που γεννήθηκα. Με αφήνει στην γωνία. Πληρώνω. Σηκώνω τα μάτια μου και μένω άφωνος. Η γειτονιά μου, το σπίτι που γεννήθηκα οι γύρω μαχαλάδες όπως ακριβώς τους άφησα 45 χρόνια πριν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο χρόνος έχει σταματήσει. Δεν είναι δυνατόν αναρωτήθηκα. Τα παιδιά παίζουν γύρω μου, όπως τότε. Με πιάνουν τα κλάματα. Συνέρχομαι και τραβώ τις πρώτες μου φωτογραφίες. Τώρα πια ξέρω που βρίσκομαι, εκεί στο τώρα, και τώρα στο τότε. Ξεκινάω για την Εκκλησία του Ταξιάρχη και το σχολείο που πήγα μέχρι την 4η τάξη του Δημοτικού. Στα 100 μέτρα στρίβω δεξιά στον oδό Aynan  στα είκοσι μέτρα αντικρύσω την πόρτα της Εκκλησίας. Είναι μοισάνοιχτη. Ανοίγω και μπαίνω. Μου υποδέχεται ένα κορίτσι 15-16 χρονών. Του εξηγώ ότι ήρθα να δω την εκκλησία και το σχολείο μου μετά από 45 χρόνια. Φωνάζει τους γονείς του και μου μιλάει σε άψογα Ελληνικά. Ο πατέρας του και η μητέρα του δεν ξέρουν λέξη Ελληνικά.  Είναι Σύριοι ορθόδοξοι που φυλάγουν και συντηρούν την Εκκλησία. Μου ανοίγουν την πόρτα του Σχολείου. Συντηρημένο και διατηρημένο όπως τότε. Η εκκλησία του Ταξιάρχη. Το Αγίασμα του Αγίου Νικολάου, η Ζουλόπετρα όλα όπως τα άφησα. Τους ευχαρίστησα και τους ευχήθηκα κουράγιο για το δύσκολο έργο τους. Με δάκρυα αποχαιρέτησα τους σύγχρονους Ακρίτες. Κατέβηκα την οδό Αynan και βγήκα στον Κεράτιο, στα διακόσια μέτρα το Πατριαρχείο, και λίγο πριν στα 50 μέτρα το  μαγαζί του πατέρα μου. Ισόγειο. Με κατεβασμένα τα ρολλά (κιοπέγκια) ίδιο βαμμένο και συντηρημένο. Απέναντι από το μαγαζί το σπίτι της νονάς μου της Παρασκευούλας. Μόνο οι άνθρωποι έφυγαν, όλα τα άλλα είναι όπως τότε. Σε μια Πόλη που δεν επέτρεψε στους “εργολάβους” να επιτελέσουν το θεάρεστο έργο τους, όπως εδώ στην Ελλάδα,  σε μια Πόλη που κράτησε και θα κρατήσει όπως φαίνεται την ιστορία της.
    Με βαριά καρδιά και με έντονη κατάθλιψη επιβιβάστηκα στο Τζιπ του Δημήτρη παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής από μια Πόλη που μου τα φύλαξε όλα. Το σπίτι μου, το σχολειό που πήγαινα, την εκκλησία στον αυλόγυρο, το μαγαζί του πατέρα μου. Όλα ανέπαφα, χωρίς φθορά χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Μου τα φύλαξε, μου τα έδειξε και με αποχαιρέτησε. Στο δρόμο της επιστροφής στο αυτοκίνητο έπεσε μια βαριά σιωπή.  Λίγο πριν περάσουμε τα σύνορα για την Ελλάδα, γυρίζοντας στον Δημήτρη με την ίδια φωνή που έτρεμε, σαν του πατέρα μου πριν 45 χρόνια τον ρώτησα:
    – Και τώρα που πάμε φιλαράκο;
    Υ.Γ. Ο φίλος μου ο Δημήτρης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες γονείς που κατάγονταν από την Πόλη. Τόσο οι γονείς του όσο και αυτός μέχρι τα 40 του χρόνια δεν είχαν Ελληνική υπηκοότητα γιατί ήταν χαρακτηρισμένοι σαν Αριστεροί. Δεν τους την έδιναν για να μην ψηφίζουν Αριστερά. Τρεις ψήφοι λιγότεροι.

     

    Κιντάπογλου Γιάννης. Επισκέπτης του wif

    Posted in ΔΙΑΝΟΗΣΗ