Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Ύστερα κύλισε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά
<<Aρωμα από Αγγελικούλα>>
Σάββατο απόγευμα,
Αγόρασα μια Αγγελικούλα από το φυτώριο,
στη μνήμη σου.
Την έβαλα στη γωνιά του σκαλοπατιού
που ανέβαινες με κόπο τελευταία.
Εκεί θα την ποτίζω,εκεί που καθόσουνα
Εκεί θ’ανθίζει,θα μυρίζει,θα σε σκέπτομαι…
Στο βάθος του κήπου φύτεψα ένα νυχτολούλουδο,
μεθυστικό,απόκοσμα αρωματικό,
έντονο σαν την απουσία σου.
Το περασμένο Σάββατο άνοιξα φύλλο,
ζύμωσα,έφτιαξα ψωμί,
έφτιαξα και μυζήθρα,την έβαλα ψηλά να στεγνώσει.
Επειτα τυρί και γιαούρτι,
ετσι σβέλτα ,κεφάτα και γρήγορα όπως εσύ…
Το μεσημέρι,έκοψα κρεμμύδια,
Ετοίμασα το κουνέλι ,έριξα και μια σταγόνα κρασί,
Έβαλα και δαφνόφυλλα από το κήπο.
Το άρωμα γέμισε το σπίτι,
απόκαμα ,κάθισα και σε θυμήθηκα.
Απόψε,θα φτιάξω γλυκό,
Κατά προτίμηση,<<μελαχρινό>>,
με πετιμέζι και σταφίδες
όπως το έφτιαχνες εσύ.
Το σπίτι θα μυρίσει από την απουσία σου
Κατόπι θα σηκώσω το ποτήρι γεμάτο πόνο και θα το πιώ στη μνήμη σου,
<<Αγγελικούλα, ζάχαρη,Αγγελικούλα μέλι,
Αγγελικούλα κρύο νερό
που πίνουν οι αγγέλοι>>
Στη μεγάλη σάλα στο τραπέζι τ’ασπροκέντια σου.
Στο πάτωμα κάμποι λουλουδιών από τον αργαλειό σου και τη νιότη σου στη Γαστούνη μια φορά,
<<Ευλογημένη σύ εν γυναιξί>> και άξια και προκομένη <<κατά πάντα και δια πάντα>>.
Αύριο στη γιορτή σου θα φέρω μαργαρίτες από το κήπο σου.
Θα φωνάξω και τις φίλες σου
Θα πάω πρόσφορο στο σχολείο γιατί εσύ μου έμαθες να γράφω.
Θ΄ανάψω το καντήλι,θα λιβανήσω,
Θα προσευχηθώ με τη πίστη τη δική σου μάνα μου.
Το σπίτι,οι γείτονες είναι γεμάτοι από την απουσία σου,
Σ’ αναζητούν στο χωριό , στην εκκλησιά
Σε περιμένουν…
Πού είσαι τώρα; ποια είναι η μορφή σου;
Περνάς καλά εκεί με τον πατέρα;
Ποιος ξέρει να μα πεί;
( Αφιερωμένο στη μητέρα μου Τιτή Τσουκαλά-Δαμουλή,
Από την Καθολική της Γαστούνης. .
Λίτσα Δαμουλή-Φίλια
Αθήνα ,Φθινόπωρο,2013
<<Στους περαστικούς μας>>
Αφιερωμένο στους γονείς μου Αγγελική και Γιάννη Δαμουλή.
Στους κεκοιμημένους αιώνιο μνημόσυνο.
Παρηγοριά στον αγαπητό φίλο Ανδρέα Καπογιάννη και στις κόρες του.
.
Ηρθε και με φίλησε στο όνειρό μου,
Τον αγκάλιασα με λαχτάρα.
-<<Μπαμπά μου εσύ είσαι?>>Του είπα.
-<<Τώρα θα συνεχίσεις μόνη σου>. Μου είπε.
Επειτα ξύπνησα με θλίψη για την απουσία.
Φτωχή πιά από των γονιών την ανιδιοτέλεια,
Με τις ευθύνες του ενήλικα που έγινε γονιός με τη σειρά του,
Κάθε βράδι ανάβω το καντήλι της ανάμνησης
στους ξενιτεμένους που μπήκαν στο καράβι του Αχέροντα και ξεμακραίνουν προς τη
<<νέα πατρίδα>>…
Εμείς απομείναμε στην αντίπερα όχθη
Γεμάτοι ερωτηματικά,άφωνοι,
Βαθειά μεταμορφωμένοι εσωτερικά,
Υπόγεια αλλαγμένοι από το απρόσμενο άγγιγμα και το αινιγμά του.
Συσσωρευτές αγαθών,
Είδαμε μια μέρα απορημένοι,να φεύγουν οι αγαπημένοι μας ενδεείς όπως ήρθαν,
Χωρίς εξαρτήσεις,ελεύθεροι,από ματαιότητα ανάλαφροι.
Αυτό είν’όλο λοιπόν?
Ένα πέρασμα μόνο,μικρό ή μεγάλο
προς τον Αχέροντα.
Το σώμα για πάντα στη γη των αέναων μεταμορφώσεων,
κι η ψυχή παντού….
Και μείς όπως παλιά προσκυνητές στο Νεκρομαντείο,
Ερμηνευτές των ονείρων,
αλιείς σημαδιών….
Πού?Στο άπειρο,στο σύμπαν,
ή μέσα μας,βαθειά στο είναι μας,
στα κυτταρά που <<μεθάνε από μνήμη>>…
.
Ευαγγελία Δαμουλή-Φίλια
Αθήνα,Φθινόπωρο 2013
…
ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
.
Χρόνια περάσανε πολλά
απ’ της αυγής τη μέρα
Έμειναν μόνο στην καρδιά
Του κόσμου το ξημέρωμα
Κι ο χρόνος ως τα πέρα.
.
Λιτό το βλέμμα ως το πρωί
Χαρές και πόνους βλέπει
Και μια ακούραστη γενιά
Τους πόθους συμμερίζεται
Σαν κάποιος να τους γνέφει.
.
Ζητώ απ’ το πέρας της ζωής
Τον κόσμο μου να υφάνει
Ζητώ σαν έρημο πουλί
Να ζω διαρκώς τη μοναξιά
Ο χρόνος και τα όνειρά και κάθε σκέψη μου μικρή
Στον ήλιο μου να φτάνει.
.
Ζητώ από τον άνθρωπο
όπως πρήφανα να ζει…
Έτσι και να πεθάνει.
.
ΣΟΛΕΓΓΑ
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Το γράμμα σου πήρα, σου στέλνω δυο λόγια μητέρα
αν βρω ευκαιρία θα `ρθω να σε δω κάποια μέρα
νοστάλγησα λίγο, με πνίγει και τούτη η πόλη
οι άνθρωποι μόνοι κι εγώ μοναχή πάντα μόνη.
Χιλιάδες ο κόσμος, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις
στερνή συντροφιά μου δυο τρεις παιδικές αναμνήσεις
το χαμόγελό μου κοιτάζω στη φωτογραφία
αυτό δεν μπορεί να το σβήσει καμιά πολιτεία.
Μου λες να σου γράψω γιατί τελευταία σωπαίνω
κι εγώ που ακόμα δεν ξέρω αν ζω ή αν πεθαίνω
στους δρόμους γυρίζω και ψάχνω για τον εαυτό μου
κανείς δε με βρήκε ακόμα και στο όνειρό μου.
Ρεκλάμες, πορείες, χαφιέδες, πανό, διαδηλώσεις
εμπόροι ρουφιάνοι πουλάνε ελπίδες με δόσεις
κι εσύ με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία,
γραμμένη στον τοίχο την είδα σε μια συνοικία.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ζηλεύω σου τὸ θάρρος, Καρυωτάκη,
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.
Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε.
Ὅσο τὰ περασμένα ἀνακαλῶ,
τόσο δὲ βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, ἀρρώστιες, μὲ κάναν μοιρασιά,
μὰ θὰ πάω μονάχα ἀπὸ σιχασιά.
29-7-73
Κώστας Βάρναλης
Γιάννης Σκαρίμπας
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε
Μανόλης Αναγνωστάκης