Σαν σήμερα, ένα χρόνο πριν, άρχισε να προβάλλεται η σειρά “1821” του ΣΚΑΪ, για να ανατρέψει -όπως έλεγε- τους μύθους της παιδείας για την Ιστορία του Ελληνικού Κράτους και για να δώσει προοπτική στο εθνικό μέλλον, μέσα από την αναπροσαρμογή του παρελθόντος. Την τελευταία δεν την ομολογούσε, παρότι, αντιφατικά, την παρουσίαζε ως “διαλεύκανση του παρόντος”.
Ξεκινά σήμερα, μια ερευνητική εργασία: το “Project 1821” που με αφορμή την εκδοχή του ΣΚΑΪ θέτει προς επανεξέταση ιστορικές εκδοχές παλιές και νέες, δεξιές και αριστερές, εθνικές και διεθνιστικές, με στόχο να βγάλουμε -όσο μπορέσουμε- άκρη σε βασικά σημεία όπως: Ήταν “τοπικά συμφέροντα” οι εσωτερικές συγκρούσεις του 1821; Ήταν τα ράσα και οι φουστανέλες τα εμπόδια για την κοινωνική πρόοδο και την δικαιοσύνη; Ήταν αγαθές οι προθέσεις των “φιλελλήνων”; Τελικά, σήμερα πού βρισκόμαστε; “όλοι μαζί τα φάγαμε;”, “όλοι μαζί φτιάξαμε το άρθρο 86;”, “είναι η Ελλάδα ο παρασιτικός τεμπέλης της Ευρώπης;”.
Γρήγορες απαντήσεις, απαντήσεις κλισέ σε τέτοια θέματα, δεν βοηθούν, άλλωστε, αν το θέμα “ίδρυση του Ελληνικού κράτους” ήταν ξεκάθαρο, δεν θα βρισκόμασταν για άλλη μια φορά στο ίδιο σημείο: να “εκλιπαρούμε” για ένα “Ναυαρίνο”. Μερικές εύλογες απορίες: Γιατί ο ΣΚΑΪ θέλοντας να μιλήσει για το “εθνικό” αύριο, μίλησε για το 1821; Μήπως η περίφημη “αυτογνωσία” μας, ήταν μια απλή μεταφορά του ενοχικού συνδρόμου των Ελλήνων από τον -μέχρι χτες- “σωβινισμό” στον “ευρω-παρασιτισμό”; Μήπως πρέπει να χρεωθεί στην ελληνική “φουστανελο-ανυπακοή” και μια διάλυση του ευρώ, μια αναπροσαρμογή της Ευρώπης; Γιατί εμφανίζει τέτοια επιμονή ο πανεπιστημιακός ΣΚΑΪ, να μας “σώσει” καλά και ντε από κάποιους “απολίτιστους” εσωτερικούς εχθρούς; Γιατί τόση μανία στην προβολή του ψευτοδιλήμματος “μένουμε στο κλαμπ των πολιτισμένων ή καταστρεφόμαστε;” Γιατί τόση λατρεία στα δάνεια; Γιατί τόση αγάπη προς τα ευρύτερα πολιτικά σχήματα; Γιατί το “έθνος” μπορεί να είναι κοινό για όλο τον κόσμο, αρκεί να ορίζεται από τους “ανεξάρτητους”, διεθνείς οργανισμούς; Πώς δικαιολογείται η μονότονη, χονδροειδής επιλεκτικότητα προς τον ελληνικό πολιτισμό; Γιατί όλα αυτά πρέπει να τα ξαναδούμε σήμερα;
Το να έχει κάποιος μια πολιτική άποψη είναι απόλυτα λογικό και σεβαστό. Το να χρησιμοποιεί όμως την Ιστορία για να την επιβάλλει; Το να ισχυρίζεται ότι η ιστορία αποδεικνύεται όπως το πυθαγόρειο θεώρημα; Το να ισχυρίζεται ότι σε βγάζει από τον “μεσαίωνα” αυτός που επαγγέλλεται το νέο “αλάθητο”, την εθνική “auctoritas”, την “επιστημονική αλήθεια”; Το να κρύβει τις δικές του “αθωώσεις και καταδίκες” κάτω από “επιστημονικό” μανδύα; Το να ισχυρίζεται ότι “ανοίγει το διάλογο”, αυτός που υιοθετεί επιλεκτικά ακόμα και τον Βολταίρο; Το να υποβαθμίζει το πανεπιστήμιο με την αναγωγή του σε βραχίονα της πολιτικής; Το να αυτοαναιρείται συνεχώς…, δείχνει κάτι;
Δεν ασχολούμαστε λοιπόν με τον ΣΚΑΪ, αλλά, δια του ΣΚΑΪ που, κακά τα ψέματα, μας βοήθησε να εξετάσουμε, μας παρακίνησε να ερευνήσουμε. Εξάλλου, σε μια κεντρική του δήλωση είχε απόλυτο δίκιο: “είναι ο καιρός ώριμος…”
O Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ο δημιουργός του «Θίασου», του «Μεγαλέξανδρου» και άλλων επικολυρικών ταινιών που έκανε γνωστή την Ελλάδα σε όλη την υφήλιο για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες. Ο κορυφαίος και πολυβραβευμένος διεθνής Έλληνας σκηνοθέτης με διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Αθήνας και το 1961 έφυγε στο Παρίσι, όπου αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας και στη συνέχεια μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musee de l’ homme.
![]() |
Σκηνή από την ταινία «Η Σκόνη του Χρόνου» |
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968 παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, Εκπομπή, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Αναπαράσταση, κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό, και σηματοδότησε την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Έκτοτε, οι ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και έχει κερδίσει πολλά βραβεία, τα οποία τον καθιέρωσαν παγκοσμίως ως έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Πολλά αφιερώματα που τιμούν τη δουλειά του Θόδωρου Αγγελόπουλου έχουν πραγματοποιηθεί σ’ όλο τον κόσμο. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστημίου X Ναντέρ (Nanterre) στο Παρίσι και του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (Essex). Μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος.
To 1998 στις Κάνες κατακτά τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του “Αιωνιότητα και μια μέρα” κάνοντας ξανά την Ελλάδα περήφανη για τον πολιτισμό της.
«Φτιάχνουμε συνεχώς την ίδια ταινία»
![]() |
Σκηνή από την ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει» |
«Πιστεύω ότι όλοι φτιάχνουμε συνεχώς την ίδια ταινία. Είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε μόνο μια ταινία ή να γράψουμε μόνο ένα βιβλίο ή μόνο ένα ποίημα σε διάφορες εναλλαγές. Χάρη στην επανάληψη, γίνεται τραγούδι», είχε δηλώσει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το 2008, κατά τη βράβευσή του με το χρυσό μετάλλιο του ιδρύματος Circulo de Bellas Artes στη Μαδρίτη.
O χρόνος
Για τη σχέση με το χρόνο είχε πει τα εξής: «Στην κινηματογραφική μου σύλληψη υπάρχει ένας χρόνος. Γι’ αυτό προσπάθησα να βάλω το παρελθόν στο ίδιο επίπεδο με το παρόν, σαν να μην υπήρξε καμία διακοπή, σαν να συνέβαιναν όλα στο παρόν».
«Εκείνο που με έκανε να θέλω να γίνω σκηνοθέτης ήταν το θέατρο»
«Η πρώτη ταινία που είδα», είχε δηλώσει το 2002 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «ήταν οι “Αγγελοι με λασπωμένα πρόσωπα” το 1946, στη Νίκαια του Πειραιά. Ηταν την ηρωική εκείνη εποχή που τα αγόρια πηδούσαν τη μάντρα του θερινού σινεμά για να δουν τον Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, τη Ρίτα Χαίηγουορθ, τον Γκάρι Κούπερ.
»Εκτοτε, είδα πολλές ταινίες, εκατοντάδες ταινίες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ στο Ροζικλαίρ, στην Αλάσκα. Και προ παντός έβλεπα ταινίες αστυνομικές. Με τρελένανε τα βιβλία του Ντάσιελ Χάμετ. Ηθελα να γυρίσω αστυνομικές ταινίες. Εκείνο όμως που με έκανε να θέλω να γίνω σκηνοθέτης δεν ήταν ο κινηματογράφος, αλλά το θέατρο. Μια παράσταση που είδα με τον Αλέξη Μινωτή και την Κατίνα Παξινού. Ηταν η “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη. Η Παξινού ήταν που με συγκλόνισε. Δεν ξεκίνησα από ανάγκη να εκφραστώ, εξηγεί. Εκφραζόμουν από 16 χρονών με ποιήματα και διηγήματα που δημοσιεύονταν στη Νέα Εστία».