Las Incantadas (Οι μαγεμένες)
Επιμέλεια: δρ. Πασχάλη Α. Χριστοδούλου
Η αρχαία αγορά με δύο συνεχόμενες πλατείες περιβαλλόμενες από στοές και το Cryptoporticus, κατέχοντας το κέντρο της πόλης αποτελούσε το σημαντικότερο κέντρο δημόσιων, οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων της Θεσσαλονίκης στη ρωμαϊκή και πιθανόν στην όψιμη ελληνιστική περίοδο. Τμήμα της εισόδου της στο άκρο της μεγαλύτερης, νότιας πλατείας, αποτελούσε η στοά των Ειδώλων, με τη μορφή δίτονης, κορινθιακού ρυθμού κιονοστοιχίας, που όφειλε την ονομασία της στις ανάγλυφες παραστάσεις – “τα Είδωλα” όπως τις έλεγαν οι Θεσσαλονικείς και οι οποίες κοσμούσαν την άνω κιονοστοιχία.
Η επιβλητικότητα της στοάς προκαλούσε, ήδη από τον 17ο αιώνα, το ενδιαφέρον των περιηγητών, οι οποίοι συχνά αναφέρονται σ’ αυτήν, ενώ οι ονομασίες που αποδόθηκαν κατά καιρούς, όπως Μαγεμένες, Las Incantadas, Αγγελικές Μορφές, Μαινόμενες, καθώς και η δημιουργία του σχετικού μύθου, αποδεικνύουν ότι η φαντασία των κατοίκων δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ομορφιά του μνημείου[1].
Αρπαγές και καταστροφές αρχαιοτήτων
Το δυστύχημα για τη Θεσσαλονίκη είναι ότι, ενώ προχωρεί προς την οικονομική άνοδο και τον πολιτισμό, απογυμνώνεται συνεχώς από αιώνες, όπως είδαμε, από τα μνημεία του μεγάλου παρελθόντος της. Η αρχαιοκαπηλεία ήταν και εξακολουθεί να είναι παλιά και επικερδής απασχόληση κυρίως των ξένων, των «Φράγκων» κάθε εθνικότητας. Τον Νοέμβριο του 1864 ο Γάλλος αρχαιολόγος Em. Miller αρπάζει από τη Θεσσαλονίκη «Τα Είδωλα» ή «Las Incantadas» (τουρκ. Σουρέτι Μελέκ = αγγέλων σχήματα), όπως άλλοτε ο ‘Ελγιν τις κόρες του Ερεχθείου. Σε πολλές σελίδες του ημερολογίου του μιλεί αδιάντροπα για τις πονηριές του, για την προετοιμασία της επιχειρήσεως της αρπαγής, για τον αναβρασμό και την αγανάκτηση του πληθυσμού, ιδίως του ελληνικού, για την αντίδραση των προξένων, για την αποκαθήλωση των διαφόρων μερών του μνημείου και τη μεταφορά τους με βοδάμαξες, ύστερα από πολλές περιπέτειες, στο λιμάνι και απ’ εκεί στο γαλλικό πολεμικό «La Mouette». Λυπάται που δεν μπορεί ν’αποκτήσει ορισμένες αρχαιότητες που θα τις έκρινε άξιες να στολίσουν τα γαλλικά μουσεία! Και αργότερα κάθε λίγο και λιγάκι αρχαιότητες, νομίσματα, ανάγλυφα κ.λ., παίρνουν τον δρόμο για τη Δύση.
Σήμερα στη γωνία του παλιού τουρκικού λουτρού «Παράδεισος» της Εγνατίας, στη ΝΑ. γωνία της Αρχαίας Αγοράς, του Forum, σώζονται τα λίγα ερείπια μιας ρωμαϊκής εξέδρας. Αντίστοιχη της πρέπει να βρισκόταν και στη ΝΔ. γωνία, κοντά στην Παναγία Χαλκέων. Στο νότιο τμήμα της Αγοράς, όπου σήμερα ο ανδριάντας του Βενιζέλου, ανοιγόταν μεγαλοπρεπής η είσοδος της Αγοράς, μια στοά με δίτονη κιονοστοιχία και με ανάγλυφες μορφές στους πεσσούς, η οποία σωζόταν μέσα στην αυλή ενός εβραϊκού σπιτιού ως τα μέσα του περασμένου αιώνα, οπότε τη μετέφερε στο Μουσείο του Λούβρου ο νέος Έλγιν, ο Γάλλος αρχαιολόγος Em. Miller[2].
ΟΙ ΑΝΑΓΛΥΦΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Η τυπολογία των ανάγλυφων παραστάσεων βασίζεται σε εικονογραφικά στοιχεία που αναπτύχθηκαν κυρίως από την ύστερη ελληνιστική εποχή και μετά.
Η επιλογή θεοτήτων, μυθικών ή συμβολικών μορφών εξυπηρετούσε διακοσμητικές ανάγκες, χωρίς να επιδιώκεται αφηγηματικός ή συμβολικός χαρακτήρας στις παραστάσεις.
Η σχέση των ανάγλυφων μεταξύ τους παραμένει ανεξερεύνητη και άγνωστη.
Η παρουσία του Διονύσου δεν είναι τυχαία εφόσον η Διονυσιακή ήταν η επικρατέστερη λατρεία στη Θεσσαλονίκη κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στις δύο κατηγορίες νομισμάτων που έκοβε η πόλη, οι απεικονίσεις Νίκης, Καβείρου, Διονύσου κυριαρχούσαν.
ΝΙΚΗ: Συμβολική μορφή, φτερωτή
με διάφανο πτυχωτό ένδυμα, κολλημένο στο κορμί της. Κρατά γιρλάντα από φύλλα και άνθη. Οι απολήξεις του κάτω μέρους του αγάλματος έχουν καταστραφεί.
ΑΥΡΑ: Συμβολική μορφή που προσωποποιεί το ελαφρό αεράκι, με διάφανο χιτώνα και ακάλυπτο τον ένα ώμο, φέρει μανδύα που κυματίζει ο άνεμος, μισοκατεστραμένο ανάγλυφο.
ΛΗΔΑ: Μυθικό σύμπλεγμα, ερωτικής συνεύρεσης Λήδας και μεταμορφωμένου σε κύκνο Δία, από το μύθο το σχετικό με τις ερωτικές περιπέτειες του Ολύμπιου θεού.
ΑΡΙΑΔΝΗ: Κόρη του Μίνωα, σύζυγος του Διόνυσου, που λατρευόταν στη Νάξο. Ντυμένη με διάφανο χιτώνα, είναι στεφανωμένη με φύλλα κληματαριάς και σταφύλια.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Ο θεός με νεανική όψη, στεφανωμένος με φύλλα αμπέλου, μισόγυμνος, κρατά τσαμπί σταφυλιού, στηρίζεται σε κορμό δέντρου τυλιγμένου με κλήμα. Δεξιά του πάνθηρας, σύμβολο του θεού του γλεντιού.
ΜΑΙΝΑΔΑ Σύμφωνα με το μύθο οι Μαινάδες αποτελούσαν τις τροφούς, τις ιέρειες και τελικά τη συνοδεία, το θίασο του Διόνυσου. Η μορφή σε έκσταση, παίζει διπλό αυλό. Λεπτό ιμάτιο αφήνει ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού της. Τύπος που βασίζεται στη Μαινάδα με τύμπανο του κρατήρα του Σαλπίωνα.
Πρόσοψη και πλάγια όψη του μνημείου. Διακρίνεται για τη λεπτομερή αναπαράσταση και την ευαίσθητη αποτύπωση, που οφείλονται στο γεγονός ότι ο μεν Jacob Stuart (1713-1788) ήταν αρχαιολόγος, ζωγράφος και αρχιτέκτονας, ο δε Nicholas Revett (1720-1804) ήταν αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας[1].
Σχόλια:
Στον πρόλογό του της δίγλωσσης έκδοσης (Ελληνικά – Γαλλικά) του ημερολογίου 1995 με τίτλο “Η στοά των ειδώλων στην αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης” ο τότε Δήμαρχος Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, εξέφραζε, την ευχή “να ταξιδέψουν οι Μαγεμένες και να εκτεθούν στο φυσικό τους χώρο, στη Θεσσαλονίκη το 1997, ως μία ευτυχή συγκυρία για την επιβεβαίωση της θερμής Ελληνογαλλικής φιλίας” [1]. Αυτό το ταξίδι δεν έγινε ποτέ.
Το μουσείο του Λούβρου έστειλε μόνο φωτοαντίγραφα χαλκογραφιών, ή ξυλογραφιών, σε μεγέθυνση, σε κλίμακα 1:1 που εκτίθενται στο αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Όταν επισκέφθηκα προ ετών το Μουσείο του Λούβρου και ανεζήτησα τις “Μαγεμένες” δεν μπόρεσα να τις βρω. Ένας φίλος μου ήταν πιο τυχερός, τις βρήκε, τις είχαν σχεδόν κρυμμένες σ’ ένα υπόγειο. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο 4ο βιβλίο της σειράς που εκδίδει η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής προσφάτως, με τίτλο Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, που αναφέρεται στο μουσείο του Λούβρου Παρίσι, δεν υπάρχει καμία αναφορά στις (las incantadas), ενώ βέβαια αναφέρονται τα κορυφαία εκθέματα Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ και η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πρότεινε ακόμη μια ονομασία το 1997 για τα “είδωλα” της Θεσσαλονίκης: “Οι Λαγγεμένες”.
Τα σωζόμενα ανάγλυφα είναι 8 (5 γυναικείες μορφές και 3 ανδρικές). Στην άκρη της δίτονης σειράς λείπουν δύο, που μάλλον καταστράφηκαν ή από σεισμό ή την περίοδο της επικράτησης του Χριστιανισμού (5ος αιών μ.Χ.) γιατί πιθανόν παρίσταναν δύο ανδρικές μορφές της συνοδείας του Διόνυσου (Σηλεινοί σε έκσταση μέθης και σε ιθυφαλλική κατάσταση μη ανεκτή ως παράσταση από τα νέα ήθη).
Βοηθήματα:
1. Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, (Πρόλογος Δημάρχου). Η στοά των ειδώλων στην αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης, Ημερολόγιο 1995, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 (χαρακτικά των Jacob Stuart (1713-1788) και Nicholas Revett (1720-1804) από την συλλογή Σάββα Δεμερτζή.
2. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης (316 π.Χ.-1983) Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη (1977).
Για τους σκανδαλοθήρες: Ξεκαθαρίζεται κατ’ αρχήν ότι ο ερεθιστικός τίτλος του 5ου επεισοδίου ουδέν υπονοούμενον σεξουαλικής φύσεως περιέχει, συνεπώς “η Επιλογή του Βύρωνα” έχει να κάνει με έναν αγνό, ρομαντικής φύσεως ιδεολογικό στόχο (αρχικά επαληθεύτηκε ότι ο Βύρων είναι το υποκείμενο και όχι το αντικείμενο στον τίτλο). Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο προπομπός του, ο Edward Trelawny, θα μπλέξει με άσχημες παρέες κι έτσι τα νέα που θα στέλνει στο Βύρωνα είναι περιορισμένα. Έτσι, φτάνοντας στο Μεσολόγγι, ο Βύρων θα αηδιάσει με τους ελληνικούς φατριασμούς και θα μιλήσει υπέρ του «έθνους», που έχει συσταθεί στην Επίδαυρο και έχει επιβεβαιωθεί στο Άστρος. Θα συνδεθεί με το Μαυροκορδάτο (που ούτε ν’ ακούσει θέλει για φατριασμούς), ώστε να τον βοηθήσει να ανασυγκροτήσει τη «διαλυμένη εθνική κυβέρνηση» και να γλυτώσει την Ελλάδα από την αντισυνταγματική διοίκηση του Μπιθεγκούρα (του οποίου το κύρος αυξήθηκε περιστασιακά λόγω «Δράμαλη»). Η πάγια θέση του Κολοκοτρώνη για «γοβέρνο μιλιτάρε» θα συνεχίσει και στο 5ο επεισόδιο να «περιέχεται» στην φράση του ΣΚΑΪ «Το 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς θα αντικαταστήσουν την εξουσία των Τούρκων» (4ο επεισόδιο. Θυμίζουμε ότι σ’ αυτό το επεισόδιο αναφέρθηκαν «η Μονή Καλτεζών», «τα Βέρβαινα» και «η Ζαράκοβα», ενώ ήδη από το 2ο είχε γίνει εκτενής αναφορά τα σχέδια και τους στόχους της Εταιρίας). Βέβαια το στρατιωτικό γκουβέρνο δεν μπορεί να εξηγηθεί και να θεωρηθεί ως «προσωρινό», οι Κολοκοτρωναίικες βλέψεις επιβεβαιώνονται μετά τα Δερβενάκια, («Ελέγχει και διοικεί μεγάλο μέρος του Μοριά όπως πιστεύει εκείνος») ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα στην Επίδαυρο χαρακτηρίστηκε «προσωρινό», με σοφία ως προς την εξωτερική πολιτική αναγνώριση και με σεβασμό στον ραγιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που από 1.1.1822 γίνεται πλέον «πολίτης» ενός «έθνους».
Επειδή τα επεισόδια είναι μόνον οκτώ, η σειρά αναγκάζεται να περάσει συνοπτικά από το υπόλοιπο 1822 και 23 στο 1825. Λεπτομέρειες για: την υποδοχή Λουριώτη και λοιπών από το δήμαρχο του Λονδίνου, το πρώτο δάνειο, την Κωλέττεια διαχείριση του, τις αθρόες προαγωγές στο στράτευμα και τις μεταγραφές μελών στη «δανειοδοτούμενη φατρία», μπορεί, όποιος θέλει, να βρει στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, παρόλο που αυτά επί δεκαετίες εμποτίζουν γενιές με μύθους καίριας υπονομευτικής σημασίας για το εθνικό μέλλον των Ελλήνων. Συνεπώς, στο 5ο επεισόδιο «οι δύο ανταγωνιστικές κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ότι είναι νόμιμες» θα τύχουν από τον κ. Βερέμη της ανάλυσης θεμάτων όπως η Επτάνησος Πολιτεία του 1800, η Εταιρία, η Βιέννη, η Μολδοβλαχία, η Πίζα, το Τροπάου, το Λάιμπαχ, ο τσάρος, ο Guilford, ο Castlereagh, ο Metternich, ο Παπαρρηγόπουλος, η Βοστίτσα, ο Ζαμπέλιος, η σχέση ρουμελιωτών αρματολών με τις «εθνικές κυβερνήσεις»… Για κάποιον άλλον, μελλοντικό, περισσότερο «ώριμο καιρό» αναβάλλεται η εξήγηση του ερωτήματος: Πώς μια «εθνική» κυβέρνηση το 1825 εμφανίστηκε αδύναμη να κάνει αυτό που κατόρθωσε ένα χρόνο πριν: να κινητοποιήσει ρουμελιώτικα και σουλιώτικα στρατεύματα. Δύο «εθνικοί» στόχοι θα παραμείνουν ασύγκριτοι και αδιερεύνητοι: α) εξόντωση των στασιαστών Κολοκοτρωναιο-μοραϊτοπροκρίτων β) «Ιμπραήμ Πασάς». Οπότε, για να μην εξαφθούν τα πάθη, παραλείπεται από την αφήγηση του ΣΚΑΪ η στρατιωτική δράση της «εθνικής κυβέρνησης» κατά του Ιμπραήμ, που οδήγησε στη Σφακτηρία, στο Κρεμμύδι, στο Νιόκαστρο… και περιέχονται σε μαρτυρίες όπως αυτή του Μακρυγιάννη:
… κ’ έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός -ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτζα, πότζα!». Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;»
Τέλος, ζητούμε συγγνώμη, γιατί παρά τις συνήθως έγκαιρες και έγκυρες πληροφορίες των μυστικοπρακτόρων μας, δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε αν τελικά θα δούμε ένα αμφιλεγόμενο πλάνο που γυρίστηκε μεν, κρίθηκε όμως επικίνδυνο από τους ιστορικούς του ΣΚΑΪ για τις αντιδράσεις και το διχασμό που θα προκαλούσε: τους φυλακισμένους (και ταξικούς αντίπαλους) του 1825, ψηλά στον προφήτη Ηλία να κοιτούν τ’ απόγιομα κατά το Μοριά, με τον Κανέλλο να βάζει το χέρι κάθετα στο μέτωπο (λόγω ήλιου) και το Θοδωράκη, λίγο πιο χαμηλά, στη μύτη (λόγω Ύδρας).
20.2.2010
Στέργιος Ζυγούρας
Ζ Ω Ρ Ζ Μ Π Ε Ρ Ν Α Ν Ο Σ
«ΕΝΑΣ ΄΄ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ΄΄»
«Το θανάσιμο άγχος της παιδικότητας, νικημένο μια πρώτη φορά, δεν έπαυσε να τον πολιορκεί ακόμη, να υπερβαίνεται, να ξανάρχεται, να ανοίγει λίγο – λίγο μπροστά στα βήματά του εσωτερικά βάραθρα, μέχρι τη μέρα που (ο Μπερνανός) μπόρεσε να καταλάβει ότι ήταν γι’ αυτόν ο δρόμος της ελπίδας»
(A. Beguin, Bernanos par lui-même, Paris, Seuil, 1954, p. 32)
«Ο επαρχιακός ιερέας του, όπως και όλοι οι άλλοι ιερείς του, δεν αποτελεί παρά την προβολή του ιερέα που ο ίδιος έφερε μέσα του: κλίση που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει παρά στην ζωή των ονείρων του, κι όχι στη ζωή που ονειρεύτηκε να ζήσει» (François Mauriac, Le Figaro littéraire, 23-29 avril, 1964).
«Το βάραθρο καταπίνει εκείνους που αποφεύγουν να το κοιτάξουν»
(Ζωρζ Μπερνανός)
«Ο Θεός δεν έχει άλλα από τα δικά μας χέρια»
(Ζωρζ Μπερνανός)
……………………………………………………………………………………………………………..
|
΄΄Όχι δεν είμαι συγγραφέας΄΄ θα πει ο Μπερνανός, αρνούμενος την ετικέτα εκείνων που ασχολούνται με ωραίες φράσεις και χτίζουν με εφευρετικότητα μια ανθρώπινη ιστορία. Με τον εμπνευσμένο προφητικό λόγο του, ο Μπερνανός ξεχωρίζει μέσα στα Γράμματα του 20ου αιώνα ως Ιππότης της Χριστιανοσύνης, ένας Ιππότης που συγκεντρώνει το συμβολικό Κώδικα Τιμής του Δον Κιχώτη, την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης, την ηθική ανωτερότητα του Μάχατμα Γκάντι το ασίγαστο πάθος του Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Μπερνανός υπήρξε ένας μεγάλος χριστιανός μυθιστοριογράφος, με τις βαθύτατες διεισδύσεις και καταδύσεις που επιχειρεί μέσα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, πλάθοντας πρόσωπα και ανατέμνοντας συνειδήσεις και ψυχές. Είναι, ακόμα, και το ότι στους σημερινούς δύσκολους, σκληρούς καιρούς της φθοράς των αξιών, με το στέγνωμα της ανθρώπινης καρδιάς από αγάπη, και με την απουσία ή την αγνωσία του Θεού, η φωνή του Μπερνανός αποτελεί μια τραγική αλλά συνάμα και ρωμαλέα προειδοποίηση που λυτρώνει και εξυψώνει τον άνθρωπο, τον ενθαρρύνει, τον κάνει να ελπίζει και τον παρηγορεί στον καθημερινό σκληρό αγώνα που διεξάγει, να επιβιώσει σωματικά και να σώσει το πνεύμα του και την ψυχή του που απειλούνται καθημερινά από τον οδοστρωτήρα του ολοκληρωτισμού και την κυριαρχία του Σατανά. Ο Μπερνανός πιστεύει βαθιά στην πνευματική, αλλά ακόμη και στη φυσική ύπαρξη του Κακού στον κόσμο και στην τρομαχτική, την εξουθενωτική του δύναμη. Για τον Γάλλο συγγραφέα, ο Σατανάς είναι ο Πρίγκιπας του Κόσμου, αφού τον κόσμο τον έχει μέσα στα χέρια του και είναι ο βασιλιάς του. Αλλά ο Μπερνανός στέλνει στον άνθρωπο και το αισιόδοξο μήνυμα ότι, τη δύναμη για την νίκη εναντίον του Κακού, την αντλεί από μέσα του με τη θέληση, την προσευχή και την καταφυγή στο Θεό, καταστάσεις της ψυχής που φέρνει η Θεία Χάρη. Έτσι, από το Κακό κάνει ο Θεός, πολλές φορές, να βγαίνει το Καλό, καθώς από το θάνατο προήλθε η Ανάσταση και η ζωή.
Καθώς στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου κλονίζεται η πίστη του ανθρώπου – και το ρήγμα όσο πάει και βαθαίνει στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Πολέμου – και, παράλληλα με την παράδοση, εμφανίζονται ανανεωτικά ρεύματα, το μεγάλο δίλημμα της Πίστης θα τυραννήσει ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων στη Γαλλία. Η τραγωδία του Πολέμου όσο και η αλματώδης πρόοδος της Επιστήμης, αλλά και η αμφισβήτηση των Ουμανιστικών αξιών, αναζωπύρωσαν την ψυχική αγωνία του ανθρώπου. Ο Μπερνανός έζησε από κοντά αυτή τη δραματική πνευματική κρίση που συγκλόνισε την Ευρώπη. Το 1905, στα δεκαεπτά του χρόνια, ο Μπερνανός, σε επιστολή του προς τον πνευματικό του, τον αββά Λεγκράνζ, δηλώνει πως μία ζωή που γνωρίζει τη δόξα, το ωραιότερο από τα εγκόσμια, είναι κενή και άγευστη, όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται σ’ αυτήν παντοτινά και απόλυτα την παρουσία του Θεού: «Εδώ και καιρό, εξαιτίας της ασθενικής μου φύσης και των προβλημάτων που μου δημιούργησε, φοβάμαι το θάνατο και, για κακή μου τύχη, ή για καλή μου τύχη, όπως θα έλεγε ο φύλακας άγγελός μου, τον σκέφτομαι ασταμάτητα. Και την πιο μικρή αδιαθεσία να νιώσω, μου φαίνεται σαν το προανάκρουσμα της τελευταίας μου αρρώστιας που τόσο τη φοβάμαι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με καταλαμβάνει και μια ατέλειωτη μελαγχολία [ … ]. Όταν ήμουν ακόμα μικρό παιδί και σκεφτόμουν αυτού του είδους τα πράγματα, έλεγα ότι η ζωή ήταν μεγάλη και ότι γεμίζοντάς την με κάθε είδους περιπέτεια, δόξα, φήμη και δύναμη, θα μπορούσαμε να την κάνουμε τόσο ευτυχισμένη, που θα άξιζε και λίγος πόνος στο τέλος. Ήταν παιδικά όνειρα, τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Τη στιγμή της πρώτης μου Θείας Κοινωνίας στην Εκκλησία, κάποιο φως έλαμψε μέσα μου. Είπα τότε στον εαυτό μου ότι, δεν πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε ευτυχισμένη τη ζωή, αλλά το θάνατο. Εκείνο που θέλω να πω, είναι ότι η ζωή είναι κενή χωρίς την ευχαρίστηση που μας δίνει η ύπαρξη του Θεού μέσα της. Γι’ αυτό και μου φαίνεται ότι, για να είναι κάποιος ευτυχισμένος, πρέπει να ζει και να πεθαίνει για το Θεό, συμβάλλοντας, ο καθένας με τα μέσα του, στην Έλευση της Βασιλείας Του. Έτσι μόνο μου φαίνεται ότι θα μπορέσει κάποιος να μη φοβάται τον άθλιο θάνατο»[1]. Στα τριάντα τρία του χρόνια, το 1921, Ο Μπερνανός απαντάει σε ερωτήσεις που του θέτουν, πως η πιο σημαντική αρετή είναι η πίστη και η πιο ωραία στιγμή στη ζωή του, η πρώτη του βαθιά προσευχή. Στο σημαντικό θεατρικό του έργο, Διάλογοι Καρμελιτισσών, η Ηγουμένη λέει στην ηρωίδα: « – Κάθε προσευχή, ας είναι κι ενός μικρού βοσκού που φυλάει τα ζωντανά του, είναι η προσευχή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή η απλότητα της ψυχής, είναι ένα χάρισμα της παιδικής ηλικίας που συχνά δεν της επιζεί. Όταν έχουμε βγει από τα παιδικά μας χρόνια, χρειάζεται να υποφέρεις πολύ καιρό για να επανέλθεις σ’ αυτά, όπως στην άκρη της νύχτας ξαναβρίσκουμε μιαν άλλη αυγή».
Ο Μπερνανός υπήρξε ένας γεννημένος πολεμιστής, μέσα από τις δύο πλευρές της πολεμικής, τη δημοσιογραφική και τη λογοτεχνική. Γεννιέται στις 20 Φεβρουαρίου του 1888 στο Παρίσι από πατέρα διακοσμητή, τον Εμίλ Μπερνανός και μητέρα, την Ερμάνς Μορώ, αγροτικής οικογένειας. Θα περάσει μια ευτυχισμένη παιδική και νεανική ηλικία σ’ ένα χωριό του Αρτουά αλλά και στο Παρίσι, όπου πηγαίνει σε γυμνάσια Καθολικών Ιερατικών Ταγμάτων, στους Ιησουίτες (1890-1901) και στο Σεμινάριο της Παναγίας των Αγρών (1901-1903). Λαμβάνει έτσι μια χριστιανική εκπαίδευση και μαθαίνει να εκτιμά την αποστολή του ιερέα στη σύγχρονη κοινωνία. Πριν ακόμη γράψει τίποτα, μαθητής κολεγίου στην περιοχή του Pas – de – Calais, μάχεται για τη μοναρχική υπόθεση, που νεότατος την συστερνίζεται, και συγκρούεται με τους δημοκρατικούς καθηγητές και συμμαθητές του. Παίρνει μέρος σε διαδηλώσεις τόσο εναντίον των ιερέων που δέχτηκαν το Δημοκρατικό Καθεστώς – μόλις τριάντα χρόνια ζωής είχε συμπληρώσει η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία που στην αρχή η πλειοψηφία των Καθολικών δεν την παραδέχονταν – όσο και εναντίον των ελευθεροφρόνων. Φοιτητής στη Σορβόννη, συνεχίζει τον ίδιο αγώνα, παίρνοντας μέρος σε μια συνομωσία για την αποκατάσταση της μοναρχίας στην Πορτογαλία. Το 1909, πριν κλείσει τα εικοσιένα του χρόνια, συλλαμβάνεται και κρατιέται στη γνωστή φυλακή, La Santé, όπου από το κελί του στέλνει το πρώτο άρθρο του σ’ ένα περιοδικό με τον εύγλωττο και, γι’ αυτόν σημαδιακό τίτλο, «Soyons Libres» (Ας Είμαστε Ελεύθεροι). Συνεργάζεται στο επίσημο όργανο των βασιλοφρόνων, L’ Action Française, και σε άλλα μοναρχικά περιοδικά, την περίοδο 1906-1913, όταν σπουδάζει στο Παρίσι Φιλολογία και Νομική. Το 1913-1914, στη Rouen, διευθύνει το εβδομαδιαίο περιοδικό, Η Εμπροσθοφυλακή της Νορμανδίας, όπου κονταροχτυπιέται με τον γνωστότατο καθηγητή και φιλόσοφο, Alain, ο οποίος, στην ίδια πόλη, υποστηρίζει σε άλλη εφημερίδα, την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού. Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύονται μερικά διηγήματά του που προαναγγέλνουν τη μελλοντική μυθιστορηματική του παραγωγή. Θα λάβει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914-1918. Οι συνάδελφοί του στρατιώτες, αισθάνονται έκπληξη μπροστά σε αυτό το νέο που μιλάει ατελείωτες ώρες τα βράδια με έναν αξιωματικό που είχε ρίζες στην εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Έκπληξη μπροστά στο νέο που δεν σταματάει να γεμίζει σχολικά τετράδια με μια ακατανόητη γι’ αυτούς γραφή. Το 1917, λίγους μήνες πριν από το τέλος του Πολέμου, παντρεύεται την Jeanne Talbert d’ Arc, απόγονο της Jeanne d’ Arc (Ιωάννας της Λωρραίνης). Το μυστήριο τελεί ο Ντομ Μπες, ένας ιερωμένος που άσκησε σημαντική πνευματική επίδραση στον Μπερνανός. Από το γάμο αυτό, θα γεννηθούν, στο διάστημα 1918-1933, έξι παιδιά.
Η λογοτεχνική του παραγωγή θα αργήσει. Θα είναι σαράντα πέντε χρονών, όταν θα εγκαινιάσει τη λογοτεχνική του δημιουργία, δημοσιεύοντας το 1925, με τρανταχτή επιτυχία, το Sous le soleil de satan (Κάτω από τον ήλιο του Σατανά). Είναι, όπως το δείχνει και ο τίτλος του, το δράμα της δαιμονικής κατοχής της σατανικής κυριαρχίας στο σύγχρονο κόσμο. Στην ουσία, ο Μπερνανός κατηγορεί έμμεσα ίσως και τους ίδιους τους ιερείς που δεν κάνουν λόγο για το Σατανά, του οποίου έτσι η παρουσία είναι σαρκική και ορατή, θυμίζοντας το λόγια του Baudelaire σχετικά με τη μεγαλύτερη ικανότητα του Διαβόλου να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε την παρουσία του. Στο μεταξύ, είχε προσωρινά σταματήσει τη δημοσιογραφική εκστρατεία του, επειδή δεν συμφωνούσε πια με την πολιτική γραμμή της Action Française. Το 1931-1932, όμως, θα γράψει στο Figaro μια σειρά από φιλολογικά και πολιτικά άρθρα, με οργισμένες επιθέσεις εναντίον των παλαιών μοναρχικών ομοϊδεατών του, Maurras, Dandet και Pujo. Και πάλι, το 1936-1937, σε σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, θα στείλει οκτώ άρθρα στο περιοδικό, Sept, προοδευτικό όργανο των Δομινικανών. Μετά από το Κάτω από τον ήλιο του Σατανά, οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Το 1927, εκδίδεται το μυθιστόρημα, L’ imposture (Η απάτη), και δύο χρόνια αργότερα, το 1929, το La joie (Η χαρά), που κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο, Fémina. Τα δύο αυτά βιβλία, αποτελούν, στην ουσία, ένα μυθιστόρημα. Στην Απάτη, δεσπόζει η προσωπικότητα του λόγιου ιερέα, Σενάμπρ, που, αν και έχει χάσει την πίστη του στο Θεό, συνεχίζει να εκτελεί τυπικά τα ιερατικά του καθήκοντα. Στη Χαρά, οι σελίδες της οποίας «πλέκονται με τις πιο ζοφερές ρωγμές και πρωτόφαντους κόσμους στην προσωπική μας συνείδηση»[2], δεσπόζει η νεαρή Σαντάλ, κόρη ακαδημαϊκού. Στο έργο, εμφανίζονται διάφορες προβληματικές μορφές, όπως ο μανιακός ψυχίατρος, Λα Περούζ, και ο οδηγός, Φιοντόρ, πρόσωπα που κάνουν εξαιρετικά βαρύ το κλίμα μέσα στο οποίο καλείται να ζήσει η Σαντάλ, που ο συγγραφέας την προορίζει για το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, η οποία θα εξαγοράσει μπροστά στο Θεό, την απάτη του άθεου ιερέα, Σενάμπρ. Η νεαρή κοπέλα αποτελεί την ενσάρκωση της αθωότητας και της αγιότητας. Είναι το πρόσωπο που δέχεται εκούσια να υποφέρει και να ταπεινωθεί, για να παίξει το ρόλο του σωτηριώδους αντισταθμίσματος του αμαρτήματος του Σενάμπρ. Πρόκειται για μυθιστόρημα με έντονους μεταφυσικούς τόνους, με πρωταγωνίστρια μια εξαιρετική ψυχή, σκεύος της Θείας Εκλογής, που καλείται να δοκιμαστεί και να θυσιαστεί, για να εξαγοράσει τα αμαρτήματα των άλλων. Το Μάρτιο του 1936, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το αριστούργημα του Μπερνανός, Le Journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), και στις 10 Ιουλίου, έλαβε το Μεγάλο Βραβείο του Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Μπερνανός θα το ξεχωρίζει πάντοτε ανάμεσα στα έργα του, γιατί, κατ’ αυτόν, κανένα άλλο έργο του δεν έφτασε σε τέτοιο βαθμό στερεότητας, αλλά και τρυφερότητας. Ο χώρος που περιγράφει ο συγγραφέας είναι ένα ΄΄Condense΄΄, μια μικρογραφία ενός παραδοσιακού χωριού της Γαλλίας, με επικεφαλή τον πυργοδεσπότη. Ο αββάς και οι χωρικοί συμπληρώνουν την εικόνα. Σαν σαράκι, όμως, η ανία και ο θάνατος της ψυχής υποβόσκουν επικίνδυνα και απειλούν το χωριό. Ο νέος και άπειρος κληρικός αγωνίζεται απεγνωσμένα να το σώσει, όμως η φλογερή του πίστη προσκόπτει στη μετριότητα και την κακοήθεια ενός μεγάλου μέρους του ποιμνίου του. Ο ίδιος ο Μπερνανός γράφει για το βιβλίο αυτό: «Μου είναι εξαιρετικά επίπονο να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, γιατί το αγαπώ. Γράφοντάς το, ονειρεύτηκα περισσότερο από μια φορά να το κρατήσω μόνο για μένα … Θα το άφηνα στο βάθος ενός συρταριού και θα έβγαινε από εκεί μόνο μετά το θάνατό μου. Θα χαροποιούσε τους φίλους μου. Θέλω να πω ότι, θα χαιρόμασταν μαζί – αυτοί στον κόσμο τούτο, εγώ στον άλλο, κι ο μικρός μου ιερωμένος ανάμεσα σε όλους μας, στα όρια ορατού και αοράτου – αγαπητέ εξομολόγε της χαράς μου! … Αλίμονο! Δεν μπορείς να είσαι αφέντης των βιβλίων σου, περισσότερο απ’ όσο διαφεντεύεις την ίδια τη ζωή σου»[3]. Η προτίμηση του συγγραφέα για το νέο του δημιούργημα, είναι φανερή. Ίσως, γιατί πρόκειται για το μόνο για το οποίο ποτέ δεν αμφέβαλε. Δεν διστάζει να το συγκρίνει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του: «Ναι, μου αρέσει αυτό το βιβλίο. Μου αρέσει σαν να μην ήταν δικό μου. Τα προηγούμενα, δεν μου είχαν αρέσει. Το ΄΄Κάτω από τον ήλιο του Σατανά΄΄, είναι ένα πυροτέχνημα που ρίχτηκε μια βραδιά θύελλας μέσα στη δυνατή πνοή του ανέμου και στην καταιγίδα. ΄΄Η χαρά΄΄, δεν είναι παρά ένας ψίθυρος και το μεγαλυνάριο που τόσο περιμένεις, δεν ακούγεται πουθενά. ΄΄Η απάτη΄΄, είναι μια πετρώδης μορφή που ρίχνει όμως πραγματικά δάκρυα. Αν το βιβλίο μου αυτό παρουσιαστεί μπροστά μου την ημέρα της Κρίσης, δεν θα τολμήσω να του πω κατάμουτρα, «Δεν σε γνωρίζω», γιατί ξέρω καλά ότι έχει ένα κομμάτι από το μυστικό μου»[4]. Πολλοί είναι εκείνοι που διαβάζοντας τέτοιες εικόνες στα μυθιστορήματα του Μπερνανός, εκθείασαν τη δύναμη της πένας και τη φαντασία του Γάλλου δημιουργού. Είναι αλήθεια ότι, όπως ο Ντοστογιέφσκι, έτσι και ο Μπερνανός, προχωράει βαθιά στην ψυχική ενδοσκόπηση των ηρώων του. Έλκεται, όπως και ο μεγάλος Ρώσος, από το Καλό και το Κακό. Παιδιά αγνά ή διεφθαρμένα, ιερείς άξιοι και ανάξιοι, φονιάδες και άλλοι πολλοί, περνούν μέσα από τις σελίδες των έργων του. Αν όμως η δύναμη της φαντασίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Γάλλου μυθιστοριογράφου, σε πολλά έργα του η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα ξεγυμνώνεται με περίσσια ικανότητα. Έτσι, η μυθιστορηματική Τέχνη δεν αποφεύγει την ιστορική εμπειρία, αλλά εμβαθύνει σ’ αυτή, και η μελέτη της ανθρώπινης ψυχής, μετουσιώνεται σε ιστορική μαρτυρία. Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να χαρακτηριστεί το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, ως εικόνα που ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα στη Γαλλία του Μεσοπολέμου. Ο σοφός ιερέας, Τορσύ, που παίζει συχνά το ρόλο του πνευματικού συμβουλάτορα του νεαρού εφημέριου, τονίζει, σε κάποιο σημείο, την αύξηση της ανεργίας που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη. Η ιστορική, όμως, μαρτυρία γίνεται συγκλονιστικότερη μέσα από τις σκηνές, όπου ο συγγραφέας περιγράφει και καταγγέλλει τη διαφθορά της εκλεκτής κοινωνίας και μιας μερίδας του κλήρου. Παρουσιάζει ο Μπερνανός την εικόνα της χριστιανικής ζωής στη Γαλλία των ετών 1920-1940. Ο χριστιανισμός του κόμη, των οικείων του, αλλά και των περισσότερων ενοριών, είναι πλέον καθαρά συμβατικός μέσα στη γαλλική κοινωνία. Όταν σε μια συνομιλία της με το νεαρό ιερέα, η κόμισσα θα του πει ότι το σπίτι της είναι χριστιανικό, ο εφημέριος θα τονίσει ότι, σημασία δεν έχει αν κάποιος υποδέχεται στο σπίτι του τον Χριστό, αλλά τι τον κάνει, και θα θυμίσει ότι ο Ιησούς πήγε και στο σπίτι του Καϊάφα. Εκτός από το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, την ίδια εποχή, κυοφορείται και γράφεται και το μυθιστόρημα, La Nouvelle histoire de Mouchette (Η Νέα ιστορία της Μουσέτ), που δημοσιεύεται το 1937[5]. Πρόκειται για ένα έργο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Δεν υπάρχει, εδώ, καμιά μορφή ιερέα, καμιά αναφορά στα χριστιανικά μυστήρια, καμιά θρησκευτική απόχρωση στο χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο. Είναι η ιστορία του βιασμού ενός φτωχού δεκατετράχρονου κοριτσιού από ένα λαθροθήρα, και η περιγραφή της απόγνωσης στην οποία περιέρχεται η αθώα αυτή ύπαρξη. Απόγνωση που θα την οδηγήσει στην αυτοκτονία. Δεν είναι, ίσως, τυχαίο, ότι τον Ιούλιο του 1936, ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Έτσι, η φανταστική αυτή ιστορία της τραγικής Μουσέτ, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια επώδυνη κυοφορία που έχει τις ρίζες της στον πόλεμο. Ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος ομολογεί ότι άρχισε να γράφει το συγκεκριμένο έργο, βλέποντας καμιόνια γεμάτα από αθώους που πήγαιναν για εκτέλεση. Η Μουσέτ, είναι η ενσάρκωση του θύματος της άδικης βίας, η προσωποποίηση της ίδιας της αθωότητας που είναι καταδικασμένη να υποστεί μια, γεμάτη εξαθλίωση, κάθοδο στον Άδη. Ζει σ’ ένα κόσμο σκληρό, δίχως αγάπη και Θεό και, μέσα από τον βιασμό της, γνωρίζουμε την τραγικότητα και το παράλογο μιας εποχής, που οδηγεί το αθώο θύμα στην αυτοκτονία με πνιγμό, μέσα σε ένα τέλμα: « … Η λιποψυχία της Μουσέτ, την οδηγούσε στο θάνατο. Για να υπακούσει, προχώρησε λίγο περισσότερο, έρποντας, στηριζόμενη με το ένα χέρι στην όχθη. Η απλή πίεση της παλάμης της, ήταν αρκετή για να κρατιέται το σώμα της στην επιφάνεια του νερού που δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύ. Στιγμιαία, σαν κάποιο ανατριχιαστικό είδος παιχνιδιού, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω ατενίζοντας το ψηλότερο σημείο του ουρανού. Το επίβουλο νερό γλίστρησε κατά μήκος του αυχένα της, γέμισε τ’ αυτιά της μ’ ένα χαρούμενο γιορτινό μουρμουρητό. Σε μια αργή περιστροφή της μέσης της, η Μουσέτ αισθάνθηκε τη ζωή να της ξεφεύγει, ενώ στα ρουθούνια της ανέβαινε η ίδια η οσμή του τάφου»[6].
Ο Μπερνανός πιστεύει βαθιά στις παραδοσιακές αξίες, κυρίως σε εκείνη της Γης, που αποτελεί και τον ζωτικό σύνδεσμο ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο συγγραφέας, μέσα από τα έργα του, αναφέρεται στην δομή της παλαιάς γαλλικής κοινωνίας και τους κύριους αντιπροσώπους της, τον ευγενή και το χωρικό, και όλους τους συναισθηματικούς συνειρμούς της. Εμπνέεται από τη Γαλλία της παιδικής του ηλικίας, από τα πρόσωπα, τα τοπία και τα έθιμά της. Στο πλαίσιο αυτό της γαλλικής υπαίθρου, προβάλλει σιγά – σιγά, όπως φαίνεται μέσα από την αλληλογραφία του συγγραφέα, αυτό το πρόσωπο που ανήκει στην σκληροτράχηλη και καρτερική ράτσα με τις αλκοολικές καταβολές. Με το στόμα του κληρικού, ο Μπερνανός παρατηρεί με πικρία και αυστηρή ειρωνεία, ότι οι άνθρωποι του καλού κόσμου λένε ΄΄οι φτωχοί΄΄, όπως λένε ΄΄οι ταπεινοί΄΄, με το ίδιο χαμόγελο επιείκειας, ενώ θα έπρεπε να λένε ΄΄οι άρχοντες΄΄. Για τον Γάλλο μυθιστοριογράφο, ο Θεός νιώθεται με την καρδιά και όχι με το μυαλό, νιώθεται με την αγάπη. Η αγωνία, το μυστήριο του πόνου και του θανάτου, αποτελούν τον πυρήνα της κοσμοθεωρίας του. Αποδέχεται την ψυχική και τη σωματική δοκιμασία σαν εγγύηση σωτηρίας του ανθρώπου. Η εικόνα που δεσπόζει στο έργο του είναι εκείνη του Χριστού στο Όρος των Ελαιών, την ώρα που δοκιμάζεται μόνος, ενώ οι μαθητές του κοιμούνται. Η ανθρώπινη αγωνία είναι πράξη αγάπης για τον συγγραφέα. Και αυτή η πράξη πηγάζει από την ελπίδα, γιατί την απελπισία τη γνωρίζουν μόνο οι ψυχές που πιστεύουν πως τις απαρνήθηκε ο Θεός. Η αγάπη της ζωής είναι εντονότατη μέσα στα μυθιστορήματά του. Κατά τον Μπερνανός, η αρμονική σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, του επιτρέπει να πλησιάσει το Θεό, σε αντίθεση με εκείνον που περιφρονεί και μισεί τον εαυτό του. Τα έργα του Μπερνανός παρομοιάζονται με μεγάλες συμφωνίες. Με την συμφωνία του Le journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), ο Μπερνανός θέλησε να αφυπνίσει το παλιό καθολικό κοινό του, ώστε να πέσει γονατιστό, όπως δηλώνει και ο ίδιος. Τον Ιανουάριο του 1936, γράφει τη λέξη «τέλος» στην ιστορία του νεαρού κληρικού. Τα τελευταία λόγια του αββά, εμπνευσμένα από ένα απόφθεγμα της Αγίας Θηρεσίας της Lisieux, πριν παραδώσει το πνεύμα, προβληματίζουν έντονα: «Όλα είναι Θεία Χάρη». Ο δοκιμιογράφος, A. Béguin, μελετητής του Μπερνανός, παρατηρεί με πολλή οξυδέρκεια ότι, δεν αρκεί να λέγεται πως ο Μπερνανός είναι στη Γαλλία ο δημιουργός του ιερατικού μυθιστορήματος (Roman Sacerdotal), θα πρέπει καλύτερα να χαρακτηριστεί ως ΄΄ιερατικός μυθιστοριογράφος΄΄ (Romancier Sacerdotal), δηλαδή ένας μυθιστοριογράφος που ασκεί το λειτούργημα του ιερωμένου απέναντι στα δημιουργήματα της φαντασίας του[7]. Για τον Μπερνανός, το χάρισμα του λόγου είναι και Θεία Χάρη, γιατί η δημιουργική πράξη πηγάζει από τη φλογερή Χριστιανική Πίστη. Στον Γάλλο συγγραφέα, η λέξη Vocatus δίνει τον τόνο, γιατί «Κάθε κάλεσμα θέλει να μεταδοθεί. Ίσως να μην είναι πολλοί εκείνοι που καλώ, δεν θα αλλάξουν τίποτα στα εγκόσμια. Γι’ αυτούς, όμως, εγώ γι’ αυτούς γεννήθηκα»[8]. Ο Μπερνανός θα μπορούσε να ενταχθεί στην πνευματική κατηγορία αυτών που ο Καζαντζάκης ονομάζει ΄΄φτωχούληδες του Θεού΄΄, και στην οποία περιλαμβάνει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης και τον Άλμπερτ Σβάϊτσερ. Το κριτήριο είναι πως «Ο Θεός έδωκε και στους δύο τούτους αδερφούς χαρούμενη καρδιά, κι επειδή τους έδωκε χαρούμενη καρδιά οδεύουν στην κορυφή του αγώνα τους, στο Θεό, χαρούμενα … Την πιο φριχτή πραγματικότητα, την αρρώστια, την πείνα, το κρύο, την αδικία, την ασκήμια, τη μετουσιώνουν σε μία πιο πραγματική πραγματικότητα, όπου φυσάει το πνέμα. Όχι το πνέμα, η αγάπη. Και στην καρδιά τους η αγάπη, όπως στις μεγάλες αυτοκρατορίες, ο ήλιος δε δύει ποτέ»[9].
Ο Μπερνανός είναι, επομένως, ο μυθιστοριογράφος της πλήρους αγωνίας που διακατέχει τον σύγχρονο άνθρωπο. Της δίνει, όμως, το Θείο Λόγο, αυτό το Λόγο που της αρνείται το σήμερα. Το ΄΄ο Θεός πέθανε΄΄ του Νίτσε έχει τον αντίκτυπό του στη θρησκευτική συνείδηση: η εικόνα του Θείου δεν μπορεί, πλέον, να είναι μία εικόνα ισχύος. Και συνάμα δεν είναι, πλέον, καθόλου βέβαιο ότι η Σωτηρία μπορεί να πραγματοποιηθεί. Με μία λέξη, η Λύτρωση γίνεται το αντικείμενο αυτό καθαυτό της αγωνίας. Αυτή η αγωνία δεν είναι μια περιπέτεια, είναι το αρχικό δεδομένο, έτσι όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, συνδέοντάς το με την παιδική του ηλικία, σαν το δεσμό όλης του της δημιουργίας. Όσον αφορά τον μυθιστοριογράφο Μπερνανός, είναι σαφές ότι το έργο του εγγράφεται αυστηρά μέσα σ’ αυτή τη δομή. Από την αρχή ως το τέλος, θέτει επί σκηνής την ιστορική αποδυνάμωση της Υπερβατικότητας, προσαρμοσμένη σε μια ίδια μορφή εσωτερικής διάσπασης. Η μοναδική διαφορά είναι ότι, ήδη από την αρχή του κάθε έργου του, η Υπερβατικότητα αποκαθίσταται, με όλα της τα προνόμια, στο πρόσωπο ενός εξαιρετικού προσώπου, ενός είδους αγίου, ήρωα του μυθιστοριογράφου. Οι δυνάμεις της αγιότητας αστράφτουν με μια υπερβολική λάμψη, υπερφυσική, την ίδια στιγμή που τονίζεται το δράμα που την διατρέχει. Ο αναγνώστης του Μπερνανός μαθαίνει να διαβάζει, μέσα στην αντίφαση, ένα κείμενο γραμμένο μέσα στην αντίφαση, και τούτο παρά την παγίδα που συνιστά αυτή η ιδιάζουσα μορφή της διήγησης του Μπερνανός. Το σύνολο αυτής της πορείας διατάσσεται γύρω από την ερώτηση του Λόγου: υπάρχει ακόμη ένας πατρικός (Θείος) λόγος για τον σημερινό άνθρωπο, ένας λόγος ικανός να δώσει ένα νόημα στο δικό του σύμπαν; Όμως, πολύ γρήγορα, φαίνεται ότι η απάντηση έχει ήδη δοθεί και συνοψίζεται στην έλλειψη πατρικού λόγου. Είναι αυτονόητο ότι αυτή την επιβεβαίωση ο Αφηγητής δεν την ενστερνίζεται, αντιθέτως, εξεγείρεται εναντίον της και θα του χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος, για να αποδεχθεί αυτό που είναι πάντως, σε συμβολικό επίπεδο, το βασικό δεδομένο της αφήγησής του. Η εγγραφή αυτού του θεμελιώδους Κενού βρίσκεται, στον Μπερνανός αλλά και σε πολλούς συγγραφείς, στο σημείο έναρξης της δράσης του γράφειν. Παράδοξη, αινιγματική, όσο προχωρεί, αυτή η εγγραφή αποκτά αναγκαστικά, στον Μπερνανός, έναν παλμό βαθύτατο, που τον αγγίζει σ’ ένα ζωτικό σημείο: την αγωνία ενώπιον του θανάτου. Όμως, αυτή η αγωνία δεν είναι μια νεύρωση περιορισμένη στον ορίζοντα του ατόμου. Συνδέει, μέσα σ’ έναν ίδιο τρόμο, τη συναίσθηση του θανάτου και την απουσία κάθε στηρίγματος. Η αγωνία του θανάτου απλώνεται, τότε, σαν απειλή και σαν σιωπή, σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς. Δεν είναι, λοιπόν, χωρίς λόγο το ότι η μυθιστορηματική δημιουργία, για τον Μπερνανός, αρχίζει στα 1919 και τελειώνει στα 1940: αυτοί οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι μπορεί να φανούν, και, μάλιστα, με την επανάληψή τους, σαν το τραύλισμα μιας μοναδικής λέξης θανάτου, την οποία εξορκίζει μόνο η σύνθεση ωραίων ιστοριών με μηνύματα που θα φανούν στον ορίζοντα των λάκκων με τα πτώματα, παρελθόντων, παρόντων και μελλοντικών. Σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν ζωντανεύει πια καμία ανάσα, πλην κάποιας ψεύτρας, ποιά θέση μένει για τους ήρωες, φερέφωνα της εξαπατημένης επιθυμίας; Αυτό το αίτημα μιας άλλης χρονικότητας δεσπόζει πάνω στην εξέλιξη των μυθιστορηματικών μορφών. Μέσω αυτής, ακριβώς, της ρήξης με την μη-αυθεντική ιστορία των συγχρόνων τους, φθάνουν στη δική τους ιστορία.
Το αληθινό μήνυμα του Μπερνανός βρίσκεται σ΄ αυτό το σθένος. Η αληθινή διέξοδος του αγώνα του υπήρξε η αφαίρεση του προσωπείου απ’ αυτό, που ο ίδιος αποκαλούσε, ΄΄Πειρασμό της Απελπισίας΄΄, και που ήταν ο μοναδικός δαίμονας της ζωής του. Αλλά, για να του αφαιρέσει αυτό το προσωπείο, έπρεπε προηγουμένως να τον έχει διδαχθεί . Γι΄ αυτού του είδους την κατάδυση, μοναδικό βοήθημα ήταν η γραφή. Αυτή μόνη μπορούσε να οδηγήσει το μυθιστοριογράφο στην καρδιά της αγωνίας του, σ’ αυτήν την ολοσχερή και διαρκή αγωνία που αναπολεί ο μαχητής στα 1918, και που ανήκει σ’ έναν κόσμο πάνω στον οποίο λυσσομανούν όλοι οι δαίμονες του θανάτου, διότι εκεί ο θάνατος πήρε τη θέση του Θεού. Δεν υπερνικά κανείς το κακό, όταν το κοιτάζει κατά πρόσωπο; Κυρίαρχο της αρνητικότητας, το Γράμμα είναι, επίσης, κυρίαρχο της υπέρβασής της. Τέτοιο είναι, πρώτο αυτό, το μυθιστορηματικό έργο του Μπερνανός: ελπιδοφόρο, επειδή έφθασε ως το τέλος της κραυγής του.
Όλο το μυθιστορηματικό έργο του Μπερνανός διακατέχεται από την έννοια αυτής της βίαιης διείσδυσης προς μια διέξοδο, την οποία το σήμερα δεν γνωρίζει, και της οποίας εντούτοις χρόνος είναι ο ορίζοντας. Η αγάπη, η ταπείνωση, η προσφορά, η μυστική τους συγκίνηση, πλέκουν την άγια συνείδηση η οποία διαπορθμεύει στο χωρόχρονο τα μυστικά της νέας γνώσης, η οποία είναι πια πνευματοφόρος. Όλες οι αρετές συγκλίνουν προς την αγιότητα. Έχουν παρθενική αφετηρία η οποία ανακαινίζει κάθε στιγμή το θαύμα της Θείας οδύνης και καθίστανται ιστορικές, θετικές πια μαρτυρίες της γνωστικής συνείδησης. Το μήνυμα στο έργο του Μπερνανός, χωρίς να είναι οπτιμιστικό, είναι ελπιδοφόρο, γιατί στηρίζεται στη βαθιά και χωρίς αυταπάτες βίωση του πραγματικού. Στον Μπερνανός, ο θρησκευτικός παλμός δεν καταργείται, ούτε αφαιρείται. Διαστρέφεται μόνο και ειδωλοποιείται, σε σημείο που το ανθρώπινο χάνει τη Θεία ενότητά του, γίνεται αγνώριστο. Απομένει η μικρή πλειοψηφία των πιστών, των αγωνιζομένων, των ανθρώπων που, σαν μικρά παιδιά, εμπιστεύονται την ύπαρξή τους στη Θεία συγκατάβαση, στη Θεία θυσία για την εξαγορά τους. Φως των οφθαλμών τους είναι το χριστιανικό έλεος, το οποίο ξανοίγεται πανανθρώπινα με την προσφορά και παρουσία της Παρθένου, έτσι όπως Εκείνη περιγράφεται από τον συγγραφέα στο έργο του, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου: «Η Παρθένος είναι η αθωότητα. Καταλαβαίνεις τι είμαστε γι’ αυτή εμείς οι άλλοι, η ανθρώπινη φυλή; Ω! Φυσικά, μισεί την αμαρτία, αλλά, στο τέλος, δεν έχει καμιά εμπειρία της, αυτή την εμπειρία της, αυτή την εμπειρία που δεν έλειψε στους μεγάλους αγίους … Το βλέμμα της Παρθένου είναι το μόνο πραγματικά παιδικό βλέμμα, το μόνο βλέμμα παιδιού που δεν εξεγέρθηκε ενάντια στην ντροπή και τη δυστυχία μας. Ναι, μικρέ μου, για να την παρακαλέσεις σωστά, πρέπει να αισθανθείς μέσα σου αυτό το βλέμμα που δεν είναι εντελώς βλέμμα επιείκειας – γιατί η επιείκεια δεν προχωρεί χωρίς κάποια πικρή εμπειρία – αλλά της τρυφερής συμπάθειας, της γεμάτης πόνο έκπληξης και κανένας δεν ξέρει ποιου αισθήματος ακόμη, ασύλληπτου, ανέκφραστου που την κάνει πιο νέα απ’ τη φυλή απ’ την οποία κατάγεται και πιο πολύ από Μητέρα Χάρης, Μητέρα των Χαρίτων, η πιο μικρή αδελφή του ανθρώπινου γένους».[10]
Με τέτοιο βλέμμα ο Μπερνανός αντικρίζει τελικά τον κόσμο και τη συνείδηση των ανθρώπων. Μπροστά στην εμπειρία του καλού, της συγκεκριμένης άγιας συνείδησης, το κακό συντρίβεται εσωτερικά, είναι ανίκανο να προσφέρει κάτι το θετικό. Η εμπειρία του καλού αντίθετα, σαρκωμένη στα πρόσωπα των λιγοστών αγίων, προσφέρει στην πανανθρώπινη συνείδηση την επίγνωση του μυστηρίου, ξανοίγει τους μυστικούς κρουνούς της ύπαρξης στη δοξολογική μετοχή της Θείας δόξας. Ο Μπερνανός προσπάθησε να εξηγήσει, να φωτίσει την ανθρώπινη συνείδηση, βασισμένος στα θρησκευτικά του βιώματα και ιδιαίτερα στον κόσμο της πίστης, της χριστιανικής πίστης. Γνήσιο τέκνο της καθολικής ευσέβειας και πνευματικότητας, αγάπησε τον άνθρωπο και αγωνίστηκε να τον βοηθήσει να ανοίξει τις παρακλητικές πύλες του ελέους. Εκεί μόνο το ανθρώπινο καταξιώνεται και η φιλοσοφία γίνεται αγάπη του Κάλλους.
.
Ελένη Β. Σεμερτζίδου
Αρχειονόμος-Βιβλιοθηκονόμος
Διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου
Εκπρόσωπος του wif.gr
.
«Ό,τι δικό μας αφήνουμε στο μέλλον […] δεν είναι παρά η τραγική και αιματηρή ιστορία των διαδοχικών μας απογοητεύσεων που υπερνικήσαμε υπομονετικά. Τι σημασία έχει; … Αν ολοκληρώσουμε την προσπάθειά μας, αυτοί, για τους οποίους γεννηθήκαμε και οι οποίοι δεν υπάρχουν ακόμα, θα αντλήσουν τις βεβαιότητές τους από τις αμφιβολίες μας, διότι απ’ αυτόν τον πειρασμό της απελπισίας, που αποτελεί το υφάδι της ζωής μας, θα αναβλύσει με τον καιρό μια νέα πηγή ελπίδας»
( Γράμμα του Μπερνανός στον Σ. Μικαέλις, 17 Οκτ. 1937 )
ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ
– 1888 Γεννιέται στις 20 Φεβρουαρίου του 1888 στο Παρίσι από πατέρα διακοσμητή, τον Εμίλ Μπερνανός και μητέρα, την Ερμάνς Μορώ, αγροτικής οικογένειας. Θα περάσει μια ευτυχισμένη παιδική και νεανική ηλικία σ’ ένα χωριό του Αρτουά αλλά και στο Παρίσι. |
|
– 1890-1901 Φοιτά σε γυμνάσια Καθολικών Ιερατικών Ταγμάτων, στους Ιησουίτες. |
|
– 1901-1903 Ακολουθεί φοίτηση στο Σεμινάριο της Παναγίας των Αγρών. Λαμβάνει έτσι μια χριστιανική εκπαίδευση και μαθαίνει να εκτιμά την αποστολή του ιερέα στη σύγχρονη κοινωνία. Πριν ακόμη γράψει τίποτα, μαθητής κολεγίου στην περιοχή του Pas – de – Calais, μάχεται για τη μοναρχική υπόθεση, που νεότατος την συστερνίζεται, και συγκρούεται με τους δημοκρατικούς καθηγητές και συμμαθητές του. |
– 1909 Πριν κλείσει τα εικοσιένα του χρόνια, συλλαμβάνεται και κρατιέται στη γνωστή φυλακή, La Santé, όπου από το κελί του στέλνει το πρώτο άρθρο του σ’ ένα περιοδικό με τον εύγλωττο και, γι’ αυτόν σημαδιακό τίτλο, «Soyons Libres» (Ας Είμαστε Ελεύθεροι). |
|
– 1906-1913 Συνεργάζεται στο επίσημο όργανο των βασιλοφρόνων, L’ Action Française, και σε άλλα μοναρχικά περιοδικά, όταν σπουδάζει στο Παρίσι Φιλολογία και Νομική. |
|
– 1913-1914 Στη Rouen, διευθύνει το εβδομαδιαίο περιοδικό, Η Εμπροσθοφυλακή της Νορμανδίας, όπου κονταροχτυπιέται με τον γνωστότατο καθηγητή και φιλόσοφο, Alain, ο οποίος, στην ίδια πόλη, υποστηρίζει σε άλλη εφημερίδα, την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού. Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύονται μερικά διηγήματά του που προαναγγέλνουν τη μελλοντική μυθιστορηματική του παραγωγή. |
|
– 1914-1918 Θα λάβει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. |
|
– 1917 Λίγους μήνες πριν από το τέλος του Πολέμου, παντρεύεται την Jeanne Talbert d’ Arc, απόγονο της Jeanne d’ Arc (Ιωάννας της Λωρραίνης). Το μυστήριο τελεί ο Ντομ Μπες, ένας ιερωμένος που άσκησε σημαντική πνευματική επίδραση στον Μπερνανός. |
|
– 1918-1933 Από το γάμο του, θα γεννηθούν, το διάστημα αυτό, έξι παιδιά. |
|
– 1925 Θα είναι σαράντα πέντε χρονών, όταν θα εγκαινιάσει τη λογοτεχνική του δημιουργία, με τρανταχτή επιτυχία, το Sous le soleil de satan (Κάτω από τον ήλιο του Σατανά). Είναι, όπως το δείχνει και ο τίτλος του, το δράμα της δαιμονικής κατοχής της σατανικής κυριαρχίας στο σύγχρονο κόσμο. |
|
– 1927 Εκδίδεται το μυθιστόρημα, L’ imposture (Η απάτη). |
|
– 1929 Εκδίδεται το μυθιστόρημα, La joie (Η χαρά), που κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο, Fémina. |
|
– 1931 Η πρώτη εμφάνισή του, ως μεγάλου δημιουργού, γίνεται με το La grande peur des bien-pensants (Ο μεγάλος φόβος των ορθοφρονούντων), όπου με την ειρωνική αυτή ονομασία εννοεί τους συντηρητικούς Καθολικούς αστούς. |
|
– 1931-1932 Θα γράψει στο Figaro, την περίοδο αυτή, μια σειρά από φιλολογικά και πολιτικά άρθρα, με οργισμένες επιθέσεις εναντίον των παλαιών μοναρχικών ομοϊδεατών του, Maurras, Dandet και Pujo. |
|
– 1933 Μένει ανάπηρος και στα δυο πόδια, ύστερα από μοτοσυκλετιστικό ατύχημα. |
|
– 1934 Ο συνεχώς περιπλανώμενος Μπερνανός, από το 1934 κατοικεί στη Μαγιόρκα, το πιο μεγάλο νησί των Ισπανικών Βαλεαρίδων, και βρίσκεται έτσι στην πρώτη γραμμή, για να παρακολουθήσει από κοντά την ανταρσία του Φράγκο. |
|
– 1936 Ξεσπά ο εμφύλιος Πόλεμος της Ισπανίας. |
|
– 1936 Το Μάρτιο του 1936, κυκλοφορεί στη Γαλλία το αριστούργημά του, Le Journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), και στις 10 Ιουλίου, λαμβάνει το Μεγάλο Βραβείο του Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Μπερνανός θα το ξεχωρίζει πάντοτε ανάμεσα στα έργα του, γιατί, κατ’ αυτόν, κανένα άλλο έργο του δεν έφτασε σε τέτοιο βαθμό στερεότητας, αλλά και τρυφερότητας. |
|
– 1936-1937 Σε σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, θα στείλει οκτώ άρθρα στο περιοδικό, Sept, προοδευτικό όργανο των Δομινικανών. |
|
– 1937 Δημοσιεύεται το μυθιστόρημα, La Nouvelle histoire de Mouchette (Η Νέα ιστορία της Μουσέτ). |
|
– 1938 Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τον Μπερνανός στην Βραζιλία. |
|
– 1938 Δημοσιεύεται το δεύτερο μεγάλο και πολύκροτο πολεμικό του έργο, Les grands cimetières sous la lune (Τα μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι – 1938), που θα φέρει τη μαρτυρία και διαμαρτυρία του ώριμου πια αγωνιστή απέναντι στο ιστορικό συμβάν του εμφυλίου Ισπανικού Πολέμου. |
|
– 1940 Αρχίζει μια δημοσιογραφική και ραδιοφωνική καμπάνια εναντίον των Ναζί και του Καθεστώτος του Βισύ, που θα τη συνεχίσει αδιάλειπτα ως την απελευθέρωση. |
|
– 1940 Θα γράψει σε ένα τηλεγράφημά του, για την Ελληνική Νίκη στη Αλβανία: «Κάθε συνειδητός Γάλλος αισθάνεται βαθιά έναν υιϊκό θαυμασμό για την παλιά πατρίδα όλων των ελεύθερων ανθρώπων και τιμάει με θρησκευτική ευλάβεια τον ηρωισμό των στρατιωτών της Ελλάδας και την καρτερία των μαρτύρων της». |
|
– 1945 Εγκαταλείπει την Βραζιλία και επιστρέφει, μετά από την επτάχρονη εξορία του, στο Παρίσι. |
|
– 1945 Μετά τον πόλεμο, θα παρουσιάσει στη Βραζιλία το La France contre les robots. |
|
– 1947 Καινούρια και τελευταία απόδραση στην Τυνησία, όπου εξακολουθεί μερικούς μήνες τη γραπτή και προφορική του δράση, πριν πέσει οριστικά στο κρεβάτι της αρρώστιας στο Gabes και του μοιραίου νοσοκομείου του Neuilly. |
|
– 1948 Αφήνει την τελευταία του πνοή, στις 5 Ιουλίου του 1948. |
|
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ
Α. ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ
Madame Dargent. Revue hebdomadaire, 1922. Cahiers libres, 1928. Plon (στο Dialogue d’ Ombres), 1955.
Sous le Soleil de Satan. Plon, 1926.
L’ Imposture. Plon, 1927.
Une Nuit. Revue hebdomadaire, 1928. Cité des Livres, 1928. Plon (στο Dialogue d’ Ombres), 1955.
Dialogue d’ Ombres. Cité des Livres, 1928. Plon, 1955.
La Joie. Revue universelle, 1928. Plon, 1929. Club du meilleur livre, 1954 (édition critique établie par Albert Béguin).
Un Crime. Plon, 1935.
Journal d’ un curé de campagne. Revue hebdomadaire, 1935-1936. Plon, 1936. Le livre de poche, 1964.
Nouvelle Histoire de Mouchette. Plon, 1937.
Monsieur Ouine. Rio de Janeiro, Atlantica, 1943. Plon, 1946. Club des libraires de France, 1955 (édition critique établie par Albert Béguin).
Un Mauvais Rêve. Plon, 1950 (édition courante et édition critique! établie par Albert Béguin).
Oeuvres romanesques [texte imprimé], Dialogues des Carmélites («Bibliothèque de la Pléiade» 155), préface par Gaëtan Picon, texte et variantes établis par Albert Béguin, notes par Michel Estève, [Nouvelle éd.], [Paris], Gallimard, 1974.
Β. ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ
Dialogues des Carmélites. Éditions du Seuil, 1949.
Γ. ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Saint Dominique. Revue universelle, 1926. Éditions de la Tour d’ Ivoire, 1927. Gallimard, 1939.
Jeanne, relapse et sainte. Revue hebdomadaire, 1929. Plon, 1934.
Δ. ΜΑΧΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
La Grande Peur des Bien-Pensants. Grasset, 1931.
Les Grands Cimetières sous la lune. Plon, 1938.
Scandale de la Vérité. Gallimard, 1939.
Nous autres, Français. Gallimard, 1939.
Lettre aux Anglais. Rio de Janeiro, Atlantica, 1942. Alger et Genève, 1944. Gallimard, 1946.
La France contre les Robots. Rio de Janeiro, 1944. Laffont, 1947. Club français du livre (édition critique établie par Albert Béguin), 1955.
Les Enfants humiliés. Gallimard, 1949.
Ε. ΑΡΘΡΑ, ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ, ΔΙΑΦΟΡΑ
Correspondance, selected A. Béguin, presented by Jean Murray, O.P., v.1 (1904-1934) ; v.2, (1934-1948). Paris, Plon, 1971.
Écrits de combat. Beyrouth, 1942-1944.
Le Chemin de la Croix-des-Âmes. Rio de Janeiro, 1943-1945 (4 vol.). Gallimard, 1948. (Recueil d’ articles publiés au Brésil.).
Réflexions sur le cas de conscience français. Alger, Éditions de la revue Fontaine, 1945. (Texte d’ une conférence prononcée à Rio.)
Dans l’ amitié de Léon Bloy, στο Présence de Bernanos, Plon, 1947.
Autobiographie. La Nef, 1948.
La Liberté pour quoi faire? Gallimard, 1953. (Recueil de conférences faites en 1946-1947.).
Frère Martin (fragment d’ un essai sur Luther). Esprit, octobre 1951.
Vie de Jésus (fragment), στο Bernanos par lui-même, Seuil, 1952.
La poésie, «écho de la plainte humaine répercuté par les cieux». Actualité religieuse dans le monde, 1er janvier 1954.
Le Crépuscule des Vieux. Gallimard, 1956. (Recueil d’ articles, de conférences et d’ inédits écrits entre 1909 et 1939.).
Français, si vous saviez… Gallimard, 1961. (Recueil d’ articles écrits entre 1945 et 1948).
ΜΕΛΕΤΕΣ & ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ
ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ
Μακρής, Νίκος, Μεταφυσική του πνεύματος της παιδικότητας, με αφετηρία κείμενα των Ρουσσώ και Μπερνανός, Αθήνα, Εκδόσεις «Δωδώνη», 1983.
Μακρής, Νίκος, Ντοστογιέφσκυ και Μπερνανός, Αθήνα, Εκδόσεις «Αιγαίο», [χ.χ.].
Σεμερτζίδου, Ελένη Β., Η λογοτεχνική μορφή και ο ρόλος του εφημέριου, στο έργο του Γάλλου Συγγραφέα, Ζωρζ Μπερνανός (1888-1948) [Διδακτορική Διατριβή – Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, 2006].
Bernanos, Georges, Η Χαρά, μτφρ. και προλ. Νίκου Μακρή, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1984.
Bernanos, Georges, Κάτω από τον ήλιο του Σατανά, μτφρ. Πωλίνα Λάμψα, Αθήνα, Ροές / Λογοτεχνία, 1987.
Bernanos, Georges, Ένα κατατρεγμένο κορίτσι, Αθήνα, Εκδόσεις «Συντροφιά», [χ.χ.].
Bernanos, Georges, Ημερολόγιο επαρχιακού εφημέριου, μτφρ. και εισαγ. Ελένη Β. Σεμερτζίδου, Κέρκυρα (Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας), 2006 [Η μετάφραση εκπονήθηκε στα πλαίσια της Διδακτορικής Διατριβής της μεταφράστριας στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου].
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
«Το Δέντρο» (τεύχος 40, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1988).
«Νέα Εστία» (τεύχος 1468, 1η Σεπτεμβρίου 1988).
«Φηγός» (Νο 5, Ιωάννινα, Φθινόπωρο 1998 – Χειμώνας 1999).
[1] A. Béguin, Bernanos par lui-même, Paris, Seuil, 1954, pp. 31-32.
[2] Σελ. 7-8 του Προλόγου του Νίκου Μακρή στη δική του μετάφραση του μυθιστορήματος (Η χαρά, Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1984).
[3] A. Béguin, ό.π., p. 173.
[4] Στο ίδιο, p. 173.
[5] Ας σημειωθεί ότι, μετά Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, και Η Νέα ιστορία της Μουσέτ, μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από το σκηνοθέτη Robert Bresson (1967).
[6] G. Bernanos, «Nouvelle histoire de Mouchette» στο Oeuvres romanesques Dialogues des Carmélites («Bibliothèque de la Pléiade» 155), [Paris], Gallimard, 1974, p. 1345.
[7] A. Beguin, ό.π., p. 77.
[8] Πρόλογος στο έργο του Μπερνανός, Les grands cimetières sous la lune.
[9] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Ελ. Καζαντζάκη, 1971, σ. 462-463.
[10] Journal d’ un curé de campagne, Plon, 1936, p. 128, 129.
Ένα αθώο θύμα στη σύγκρουση εθνικών και χριστιανών
Επιμέλεια Δρ. Πασχάλη Α. Χριστοδούλου
Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 2010 παιζόταν σε κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Χιλιανού σκηνοθέτη Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ “Αγορά” με κεντρική ηρωϊδα την Ελληνίδα μαθηματικό και αστρονόμο Υπατία που έζησε στην Αλεξάνδρεια (περίπου 370-415 μ.Χ.). Τον ρόλο της Υπατίας έπαιζε με πολλή επιτυχία η βραβευμένη με Όσκαρ Ρέιτσελ Βάις. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η πτώση της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας βρισκόταν προ των πυλών. Προσπαθώντας να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες τάσεις, ο Θεοδόσιος Α΄ο Μέγας, (379-395 μ.Χ.) κατάργησε το Διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας, το οποίο είχε θεσπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος (323-337 μ.Χ.), γεγονός που πυροδότησε διωγμούς παγανιστών και εμφύλιες συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας στην κοσμοπολίτικη και αισθησιακή Αλεξάνδρεια, τόπο συνύπαρξης Ελλήνων , Ιουδαίων και Χριστιανών [1]
Να τι γράφει το βυζαντινό Λεξικό Σουϊδα (10ος αιών μ.Χ.) για την Υπατία: “Η Θέωνος του γεωμέτρου θυγάτηρ του Αλεξανδρέως φιλοσόφου, και αυτή φιλόσοφος και πολλοίς γνώριμος ήκμασεν επί της Βασιλείας Αρκαδίου. Έγραψεν υπόμνημα εις Διόφαντον, τον αστρονομικόν Κανόνα, εις τα Κωνικά Απολλωνίου υπόμνημα. Αύτη διεσπάσθη παρά των Αλεξανδρέων, και το σώμα αυτής ενυβρισθέν καθ’ όλην την πόλιν διεσπάρη. Τούτο δε πέπονθε δια φθόνον και την υπερβάλλουσαν σοφίαν και μάλιστα εις τα περί αστρονομίαν ως μεν τινες υπό Κυρίλλου, ως δε τινες δια το έμφυτον των Αλεξανδρέων θράσος και στασιώδες” [2]
Η Maria Dzielka πολωνικής καταγωγής, ιστορικός σε θέματα που άπτονται του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου, να τι γράφει για την Υπατία περιληπτικά στο εξώφυλλο του βιβλίου της [3].
Η Υπατία η Αλεξανδρινή κόρη του φιλοσόφου Θέωνος, σπουδαία μαθηματικός και νεοπλατωνίστρια φιλόσοφος, μια γυναίκα φημισμένη για το κάλλος και την ωραιότητα της ψυχής της, δολοφονήθηκε άγρια από έναν φανατισμένο όχλο χριστιανών στην Αλεξάνδρεια, το έτος 415. Από τότε έγινε θρύλος και πέρασε στην ιστορία. Ποιητές, ιστορικοί, μυθιστοριογράφοι, είδαν την Υπατία σαν το σύμβολο της κλασικής παιδείας και της ελευθερίας της σκέψης. Την είδαν σαν τον αντίποδα του θρησκευτικού φανατισμού, την ταύτισαν με την ελευθερία της σκέψης και την πνευματική ανύψωση.
Η Υπατία με το ανοιχτό πνεύμα, με την επιμονή της στην ελληνική φιλοσοφία και παιδεία, με τον ρηξικέλευθο τρόπο ζωής που ακολουθούσε, ήταν επόμενο να έρθει σε σύγκρουση με την πολιτική και θρησκευτική εξουσία της Αλεξάνδρειας την οποία ασκούσε ο φιλόδοξος πατριάρχης Κύριλλος. Μέσα από τις επιστολές που της έστελνε ο αφοσιωμένος της μαθητής, ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, διαγράφεται καθαρά το μέγεθος της προσωπικότητας της. Υπήρξε η «γνησία καθηγήμων», μιας ομάδας λογίων, φιλοσόφων, μαθηματικών και αστρονόμων. Το κύρος της ήταν τέτοιο ώστε συγκέντρωνε γύρω της ένα σημαντικό πλήθος αφοσιωμένων οπαδών. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι ο πατριάρχης Κύριλλος που ήρθε σε σύγκρουση μαζί της, ευθύνεται για τη φρικτή δολοφονία της. Ωστόσο, δεν μπορούν να αγνοηθούν και οι κοινωνικές συνθήκες μιας εποχής που είχε φτάσει στο τέλος της…
Η Maria Dzielska, ερευνώντας πέρα από τον θρύλο, συνθέτει μια ανάγλυφη εικόνα της μεγάλης Ελληνίδας φιλοσόφου. Ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας την αληθινή ιστορία της ζωής και του τραγικού θανάτου της Υπατίας.
Με την Υπατία ξεκινάει και μια συναρπαστική αλυσίδα βιογραφιών διακεκριμένων επιστημόνων, που φτάνει στον εικοστό αιώνα για να κλείσει με έναν άλλον Έλληνα, τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, έχοντας περάσει από μορφές όπως ο Γαλλιλαίος, ο Λάιμπννκ, ο Οϊλερ, ο Κοσί και ο Φουριέ. Το σχετικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση, τιτλοφορείται «Μαθηματικά και Εξουσία» και συγγραφέας του είναι η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Χριστίνα Φίλη. [1], [4]
Για την Υπατία η Χριστίνα Φίλη αφιερώνει τις πρώτες 16 σελίδες του βιβλίου της που είναι ογκωδέστατο (757 σελίδες) [4].
Παραθέτουμε κατ’ επιλογήν παραγράφους από το τέλος του κειμένου του ανωτέρω βιβλίου για την Υπατία, η οποία κατηγορήθηκε ως μάγισσα, επειδή δίδασκε μαθηματικά και αστρονομία.
Αυτές οι δυσοίωνες και συκοφαντικές φήμες για τη μάγισσα Υπατία απέδωσαν τα ποθούμενα αποτελέσματα, καθώς ο λαός της Αλεξάνδρειας χαρακτηριζόταν από απείθια και τάση για στάσεις. Έτσι, μια μέρα του Μαρτίου του 415, ένθερμοι άντρες με αρχηγό κάποιον Πέτρο την περίμεναν, την κατέβασαν από το άρμα της, την έσυραν με βία σε κάποια εκκλησία που ονομαζόταν Καισάρειον, την έγδυσαν και της έκοψαν τη σάρκα με θραύσματα από πήλινα αγγεία (όστρακα) και μετά τα διασπασμένα μέλη της τα παρέδωσαν στη φωτιά, όπως μας διασώζει η Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτους και του Νικηφόρου Καλλίστου.
Ο Δαμάσκιος μας πληροφορεί πως αυτοί που συμμετείχαν στο έγκλημα δεν τιμωρήθηκαν. Ο Κύριλλος συνέχισε να απολαμβάνει το αξίωμα του ήρεμα, χωρίς καμιά διαμάχη. Μετά το θάνατο της Υπατίας τον ονόμασαν Ο Καινούργιος Θεόφιλος, αφού εξάλειψε τα τελευταία υπολείμματα της ειδωλολατρίας στην πόλη, ενώ για τον Ορέστη δεν διαθέτουμε καμιά μεταγενέστερη πληροφορία για την τύχη του.
Με τη θηριώδη και απάνθρωπη δολοφονία της Υπατίας ο πρώιμος χριστιανισμός δεν σταμάτησε μόνο την ελληνική φιλοσοφία αλλά και την ελληνική επιστήμη, καθώς η Υπατία δίδασκε την πλατωνική φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Ο B.L. van der Waerderyo μεγάλος Ολλανδός μαθηματικός και ιστορικός των μαθηματικών, σημειώνει «πως μετά την Υπατία τα αλεξανδρινά μαθηματικά τελειώνουν».
Στο μεταίχμιο του 4ου αιώνα η Υπατία γίνεται το θύμα της σύγκρουσης μεταξύ δυο κόσμων: του παλαιού και του καινούργιου. Ο χριστιανισμός χρειαζόταν γερά θεμέλια για να σταθεί. Οι αιρέσεις, που διαιρούσαν την Εκκλησία, οι αγώνες των εθνικών για επιβίωση, ήταν οι βασικοί εχθροί της καινούργιας θρησκείας, η οποία με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής νομοθεσίας μαχόταν για να αποβάλει τους αιρετικούς και τους εθνικούς.
[Η σύνδεση της δολοφονίας της Υπατίας με κάποιες αποσπασματικές θεωρήσεις του Αποστόλου Παύλου μάλλον δεν ευσταθούν. Φυσικά ο Παύλος αναφέρει «εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη μήτε να αυθεντεύη επί του ανδρός άλλα να ησυχάζη», Α’ Επιστολή προς Τιμόθεο ,Όπως επίσης «διότι αισχρό είναι εις γυναίκας να λαλώσιν εν εκκλησία». Α’ προς Κορινθίους Επιστολή 35 Αλλά σε άλλα αποσπάσματα βρίσκουμε τη θέση της γυναίκας ισότιμη με τον άντρα: «ουτε ο ανήρ χωρίς της γυναικός ουτε ή γυνή χωρίς του ανδρός υπάρχει εν Κυρίω. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή κεφ. ι. στ’ συνιστά να δεχτούν την αδελφή Φοίβη, διάκονο της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς, η οποία προστάτεψε πολλούς ακόμα και τον ίδιο, να ασπαστούν την Πρίσκιλλαν, την Μαριάμ, την Ιουνίαν την Τρύφαιναν, την Τρυφώσαν «αίτινες κοπιάζουσιν εν Κυρίω»].
Η θυγατέρα του Οέωνα έζησε σε μια δύσκολη εποχή, όπου ο ύστερος ελληνισμός συναντά τον πρώιμο χριστιανισμό, και καθώς η φύση της ιστορίας είναι η αλλαγή, αυτή η αλλαγή ξερίζωσε κάθε πολύτιμη αξία του παρελθόντος. Η Υπατία προσπάθησε να διατηρήσει την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας σ’ ένα χώρο όπου όλα τα στηρίγματα της και οι θεσμοί τους κατέρρεαν[1] (το μουσείο, η βιβλιοθήκη, η λατρεία στους ναοΰς) από το φανατικό δογματισμό του πρώιμου χριστιανισμού, για τον οποίο η σπουδή των μαθηματικών, συνυφασμένη τότε με «σκοτεινές δυνάμεις», ήταν απαγορευμένη από το Θεοδοσιανό Κώδικα.
[Ο αείμνηστος Θ. Δ. Φραγκόπουλος έχει γράψει ένα ιστορικό θεατρικό δράμα με θέμα την Υπατία. Ο γράφων είχε την ευκαιρία να δει μια συγκροτημένη παράσταση στο θέατρο του Λυκαβητού στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Το ρόλο της Υπατίας είχε ερμηνεύσει με επιτυχία η αξέχαστη Έλσα Βεργή]
Παραθέτω επίσης τις τελικές παραγράφους από το σύγγραμμα 2, όπου παρουσιάζεται η άποψη ότι η Υπατία τιμάται στην εκκλησία (ορθόδοξη και καθολική) υπό την μορφή της Αγίας Αικατερίνης.
Η Υπατία, συνδέεται κάπως με την Αικατερίνη την πιο αγαπητή και γνωστή αγία και μάρτυρα της Αλεξανδρείας. Οι μελετητές του θρύλου τής Αικατερίνης έχουν παρατηρήσει ότι η ιστορία της, που άρχισε να διαμορφώνεται γύρω στον 8ο αιώνα, περιέχει χαρακτηριστικά που προέρχονται από τη βιογραφία τής Υπατίας. Η Αικατερίνη εμφανίζεται στα πάθη της όχι μόνο σαν μια νέα και όμορφη παρθένα, αλλά επίσης σαν λογία με γνώσεις στη γεωμετρία, στα μαθηματικά και στην αστρονομία, αφοσιωμένη στη σοφία των Ελλήνων. Ο διώκτης της, ο αυτοκράτωρ Μαξέντιος (όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας του Ισιδώρου βίος), προσκάλεσε πενήντα από τους πλέον διαπρεπείς ρήτορες και φιλοσόφους από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας με την εντολή να αποδείξουν την ανοησία της Αικατερίνης και τον παραλογισμό των θρησκευτικών της πεποιθήσεων. Εκείνη όμως όχι μόνο αντιμετώπισε τα επιχειρήματα των σοφών, αλλά κατάφερε επίσης να τους προσηλυτίσει στον χριστιανισμό. Στη συνέχεια ο αυτοκράτωρ την καταδίκασε σε θάνατο με βασανιστήρια. Ο θρύλος συνδέει τα γεγονότα με την καταδίωξη του χριστιανισμού στη διάρκεια της βασιλείας του Διοκλητιανού. Ο Β.Α. Μυρσιλίδης στο έργο του Annuaire scientifique de la Faculté de philosophie de V Université d’Athènes, Ilième Période 24 (1973-74): 418-420, δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία που μπορεί να βοηθήσει τις απόψεις των λογίων για τη σχέση μεταξύ της θρυλικής Αγίας Αικατερίνης και της ιστορικής Υπατίας. Ο Μυρσιλίδης γράφει ότι στη Μικρά Ασία, κοντά στην αρχαία πόλη της Λαοδικείας στις όχθες του ποταμού Πυράμου, στο σημερινό Ντενιζλί, μερικοί ηλικιωμένοι κάτοικοι της πόλης του έδειξαν τα ερείπια μιας εκκλησίας και μια μισοκατεστραμμένη επιγραφή που ανέφερε την ευγνωμοσύνη της εκκλησίας προς την «Αγία Υπατία Αικατερίνη». Ίσως το δεύτερο όνομα της Υπατίας να ήταν Αικατερίνη.
Σχόλια
α) Εις επίρρωση όσων γράφει η καθ. Χριστίνα Φίλη για τις αποσπασματικές θεωρήσεις του Αποστόλου Παύλου για την γυναίκα παραθέτω το κατωτέρω χωρίο από την επιστολή προς Γαλάτες κεφ. γ΄28 “ουκένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού”. Στο φίλμ του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ “η Αγορά” ο Κύριλλος φέρεται να χρησιμοποιεί το πρώτο ρητό του Αποστόλου Παύλου για να καταδικάσει την Υπατία (Τιμ. β΄12).
β) Όταν αγόρασα και διάβασα το βιβλίο της Maria Dzielka ήταν Νοέμβριο 1998, επισκέφθηκα τον ωραίο Βυζαντινό ναό της Αγίας Αικατερίνης στην άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης την παραμονή της εορτής της 12 Νοεμβρίου. Προσφερόταν για προσκύνημα το λείψανο του χεριού της σε μια κομψή ασημένια θήκη. Το προσκύνησα κι ένοιωσα έντονη συγκίνηση, είπα μέσα μου “Σε τιμώ, είτε είσαι η Αγία Αικατερίνη είτε η Υπατία ως εκπρόσωπο των μορφωμένων γυναικών”.
Την ίδια συγκίνηση ένοιωσα όταν προσκύνησα τον Νοέμβριο του 2009 το υπόλοιπο κύριο λείψανο της Αγίας Αικατερίνης στην Μονή Σινά.
γ) Στην ετυμολογία για την λέξη Αικατερίνη, θα ήθελα να προσφέρω μια πρόταση: Η λέξη Αικατερίνη είναι σύνθετη από το Εάτη + Ειρήνη. Η Εκάτη ήταν η σελήνη η θεά της μαγείας. Με την μετατροπή του ε σε αι καλύπτεται η Εκάτη και το νόημά της. Μη ξεχνούμε ότι η Υπατία κατηγορήθηκε για μαγεία.
Βιβλιογραφία
[1] Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28 Φεβρουαρίου 2010 σελ.23.
[2] Βυζαντινό Λεξικό Σουίδα. Εκδόσεις θύραθεν, Θεσσαλονίκη (2002)
[3] Maria Dzielska. Υπατία η Αλεξανδρινή, μετάφραση: Γιώργος Κουσουνέλος, Εκδόσεις Ενάλιος Αθήνα (1997).
[4] Χριστίνα Π. Φίλη, ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ, Παπασωτηρίου Εκδόσεις Αθήνα (2009), Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών. πρόλογος: Απόστολος Δοξιάδης.
Έ ν α δ ι π λ ό ΄΄υ π α ρ ξ ι α κ ό θ ρ ί λ ε ρ΄΄
«Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επενεργούν πάνω μας σαν μια συμφορά, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε τόσο όσο ο θάνατος ενός ανθρώπου που αγαπάμε περισσότερο από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος – ο σκοπός ενός βιβλίου είναι να λειτουργεί σαν το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται μέσα μας», θα γράψει ο Φράντς Κάφκα σε ένα γράμμα στον φίλο του Όσκαρ Πόλακ. Ανοίγοντας μέσα από το έργο του ένα ρήγμα στον τοίχο της αληθοφάνειας, ο Κάφκα κατόρθωσε να επιλύσει ένα τεράστιο αίνιγμα και να ενώσει δύο ασύμβατους ως τότε στόχους: ήταν ο συγγραφέας που και τον πραγματικό κόσμο μπόρεσε να αντιληφθεί και στο μαγευτικό παιχνίδι της φαντασίας να επιδοθεί παράλληλα. Με άλλα λόγια, και στην ανάλυση του κόσμου να είναι «αυστηρά ακριβής» και στις παιγνιώδεις ονειροπολήσεις να εμφανίζεται «ανελεύθερα ελεύθερος».
Στη «Δίκη» ο Κάφκα περιγράφει τον αγώνα του Γιόζεφ Κ. να γλιτώσει από μια απρόσωπη και παντοδύναμη εξουσία που επιδιώκει την εξόντωσή του. Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένας ήρωας που μεταμορφώνεται χάνοντας τις ανθρώπινες ιδιότητες και τα δικαιώματά του, χωρίς αντίσταση. Χωρίς να το καταλαβαίνει δέχεται την ενοχή του, αν και ξέρει πως είναι αθώος. Πεθαίνει ΄΄σαν ένα σκυλί΄΄, όπως λέει στα τελευταία του λόγια. ΄΄Και ήταν σαν να επρόκειτο η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του΄΄.
Στον «Πύργο» αποτυπώνει την αντίστροφη διαδρομή: τον αγώνα του Κ. να πλησιάσει μια εξουσία επίσης απρόσωπη και απόρθητη. Όσο δεινός όμως και αν είναι ο αγώνας του Κ. για να γίνει αποδεκτός από τον θεσμό που αντιπροσωπεύει ο Πύργος, όσες προσπάθειες και αν καταβάλλει αναζητώντας συμμάχους μέσα απ’ τους κατοίκους του χωριού, ο στόχος του μοιάζει ανέφικτος. Γραμμένος το 1922 – δύο χρόνια πριν αυτός ο εβραϊκής καταγωγής, γερμανόφωνος Τσέχος συγγραφέας αφήσει, στα 41 του μόλις χρόνια, την τελευταία του πνοή – ο «Πύργος» συνιστά την ύστατη απόπειρα του Κάφκα να μετουσιώσει σε τέχνη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου που σημάδεψε τον βίο του. «Στον τρόπο με τον οποίο πέρασα τη ζωή μου δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες οι οποίες να έχουν κάποιο διαρκές αποτέλεσμα», σημείωνε στο ημερολόγιό του τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, ανατρέχοντας στις σπουδές του, τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, τους ματαιωμένους έρωτές του, την ανάγκη του να ξεφύγει από την οικογενειακή εστία και την πατρική εξουσία που ασκήθηκε πάνω του ασφυκτικά Ωστόσο, όπως όλα τα εκτενή του πεζά, έτσι και ο «Πύργος» έμεινε ημιτελής. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, με τη φροντίδα του επιστήθιου φίλου του Μαξ Μπροντ.
Στην «Μεταμόρφωση», ομοίως, δεν πρόκειται για ένα κακό όνειρο ούτε για μεταφορά. Ο ήρωας της «Μεταμορφώσεως» είναι ο ίδιος η ενσάρκωση μιας μεταφοράς. Θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με το σώμα ενός αποκρουστικού γιγαντιαίου εντόμου, αλλά θα συνεχίσει να έχει τη σκέψη, την καλοσύνη και τις ψυχολογικές ανάγκες ενός ανθρώπου. Η «Μεταμόρφωση» είναι ένα σχετικά σύντομο διήγημα, που όμως προκαλεί πολλαπλάσιες σελίδες σκέψεων και θεωριών για τους συμβολισμούς της. Είναι από τα λιγοστά βιβλία του Κάφκα που εκδόθηκε (1915) ενώ αυτός ζούσε, και ένα βιβλίο που ο ίδιος ο συγγραφέας του το θεωρούσε από τα καλύτερα που είχε γράψει, σύμφωνα με τον βιογράφο του Μαξ Μπροντ. Παράλληλα, και ενώ ο κεντρικός ήρωας διατηρεί την ανθρώπινη σκέψη του (παρά τη νέα του εμφάνιση), στις σκηνές οικογενειακών καυγάδων όλα τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν να «μεταμορφώνονται» σε ένα εαυτό κοντινότερο στα ένστικτά τους, είτε αυτά είναι βίαια είτε είναι αισθησιακά. Στο έργο αυτό, ο Κάφκα δεν αφορίζει το σύστημα, αλλά απλώς ασχολείται με τις συνέπειες που υφίστανται αυτοί που μένουν εκτός. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση και καμιά απορία για τη μεταμόρφωση του ήρωα, απλώς μελέτη των συνεπειών της. Πιθανόν, αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας είναι ότι δεν έχει σημασία το γιατί ο ήρωας απομονώνεται από το περιβάλλον του, αρκεί και μόνο το γεγονός ότι απομονώθηκε.
Προφητεία, λοιπόν, ή απλή διορατικότητα; Ματιά στο μέλλον ή απλώς συνειδητοποίηση του παρόντος; Έχουν δίκιο όσοι θεώρησαν προφητικό το έργο του Κάφκα; Ή απλώς αγνόησαν τα προμηνύματα μιας πολύπλοκης και αποξενωτικής κατάστασης, γεμάτη θεωρίες συνωμοσιολογίας και ανθρώπους αλαζόνες απέναντι σε καθετί; Ο καταναγκασμός του πολέμου αντανακλάται σε όλα τα βιβλία του, αυτός ο καταναγκασμός του οποίου το φρικτό χαρακτηριστικό είναι η διέγερση ευτυχίας και ηρωικού ζήλου που επιβάλλει στους ανθρώπους. Πολιορκημένες και ηττημένες οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες θα συνθηκολογήσουν το 1918. Δύο ιδέες – ή μάλλον δύο ψυχώσεις – κυριαρχούν στο έργο του Κάφκα. Η υποταγή είναι η πρώτη, το άπειρο είναι η δεύτερη. Σε όλα σχεδόν τα διηγήματά του εμφανίζονται ιεραρχίες και αυτές οι ιεραρχίες προστίθενται η μία πάνω στην άλλη επ’ άπειρον. Το θέμα, επίσης, της ατέρμονης καθυστέρησης εμφανίζεται στις νουβέλες του. Από την μια η διατεταγμένη σύγχρονη κοινωνία με τις γραφειοκρατίες, τις εξουσίες, τις διαπλοκές, τους γραμματείς και τους φαρισαίους, τις ιεραρχίες, τους γκρίζους νόμους. Τους νόμους, που δεν είναι πολύ γνωστοί, είναι μυστικό μιας μικρής ομάδας που μας εξουσιάζει. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτοί οι νόμοι τηρούνται ακριβώς, αλλά είναι βασανιστικό να εξουσιάζεται κανείς από νόμους που δεν τους γνωρίζει. Μια εφιαλτική υπαρκτή κωμωδία. Μια απίθανη τραγωδία. Και από την άλλη ο απαλλοτριώσιμος πολίτης, ο πολίτης χωρίς ιδιότητες, ο παγερά αδιάφορος, ο ξένος, ο μοιραίος άνθρωπος. Είναι ο άνθρωπος άτομο που καταστρέφει το ατομικό. Είναι ο μοναχικός άνθρωπος, ο εξοντωμένος από τις κοινωνικές δομές, που ψάχνει τη σωτηρία στη μακαριότητα της απάθειας. Είναι ο παρατηρητής που όσο παρατηρεί, εξατμίζεται. Η συνεχής αυτή διαπάλη φέρνει τον καθημερινό άνθρωπο στα πρόθυρα της υπαρξιακής κατάρρευσης.
Στο έργο του Κάφκα συναντάμε έναν υποβλητικό προϊδεασμό της αλλοτρίωσης του μοντέρνου ανθρώπου, έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται στη στρέβλωση της αντίληψής του για τη χρονικότητα. Εκείνο, λοιπόν, που πρωτοτυπεί στον Κάφκα είναι το βίωμα μιας διφορούμενης χρονικότητας, η οποία επιταχύνεται ενώ συνάμα καθυστερεί: επιταχύνεται δια της αγωνίας, επιβραδύνεται δια της ανίας. Αυτή η διφορούμενη χρονικότητα συμβολίζει και ταυτίζεται με την «επαμφοτερίζουσα» συμπεριφορά του ανθρώπου, τα δύο βασικά ανθρώπινα αμαρτήματα: η ανυπομονησία και η οκνηρία. Εξαιτίας της ανυπομονησίας διωχθήκαμε από τον Παράδεισο, εξαιτίας της οκνηρίας δεν επιστρέφουμε. Στα έργα του Κάφκα, όλα κυλούν αργά και σταθερά, σταθερά και βιαστικά, βιαστικά αλλά ελάχιστα. Όλα προωθούνται δίχως να προωθούνται, σχηματίζοντας, αναδρομικά, την προοπτική μιας μειούμενης προθεσμίας που δεν εκπνέει ποτέ. Αν, όμως, η Ιστορία προχωρεί σημειωτόν, αν έχει βαλτώσει κι ωστόσο κινείται αμείλικτα, αν η προσωπική περιπέτεια του καθένα αναδιπλώνεται ελικοειδώς και αεροστεγώς γύρω από το αφόρητο, αν το σύμπαν μεταβάλλεται, μολονότι, την ίδια στιγμή, ορίζεται ως τόπος της αέναου αποσόβησης του διαφορετικού, το ερώτημα δεν μπορεί παρά να τίθεται ως εξής: Τι ακριβώς αποσοβείται; Τι αναβάλλεται; Η απάντηση είναι ότι μπαίνουμε στην καρδιά του παράδοξου, διότι εκείνο που αναβάλλεται είναι η λύτρωσή μας από την ίδια την αναβολή. Αυτό υποχρεώνει τον Κάφκα να προσανατολίζει την αμφιθυμία του σε μια προβληματική του εδεμικού θέματος, στην οποία αχνοδιαγράφεται, προφητικά, η τρέλα των μεγάλων σύγχρονων ουτοπιών (τεχνολογία, κυβερνοχώρος, προσομοίωση …). Για τον Κάφκα, οι Πρωτόπλαστοι διάλεξαν και λάθος και σωστά. Λάθος από «πνευματική άποψη», σωστά αφού «δεν γινόταν διαφορετικά». Επομένως, δεν βαδίζουμε προς την Έσχατη Κρίση, αλλά έχουμε ξεκινήσει απ’ αυτήν. Ιδού το παράδοξο μιας ελεύθερης βούλησης που είναι και δεν είναι τέτοια. Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί επίσης να γίνει και μέσα στη χαρά. Ο Σίσυφος, που οι θεοί τον καταδίκασαν να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος, ξαναπέφτει, είναι ο παράλογος άνθρωπος, ο παράλογος ήρωας. Αν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος και επαναστατημένος, ξέρει όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση. Όταν, όμως, η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη. Είναι οι νύχτες στην Γεσθημανή. Ωστόσο ο Οιδίποδας, τυφλός και απελπισμένος, και ενώ γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο με αυτόν τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού, θα πει μεγαλόστομα: ΄΄Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γηρατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά΄΄. Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει τον τύπο της παράλογης νίκης. Όλη η βουβή χαρά του Σισύφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Ομοίως, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να «βουβαθούν». ΄΄Στην ήττα του, λέει ο Κίρκεγκωρ, βρίσκει το θρίαμβό του ο πιστός΄΄. Και ο Νίτσε θα συμπληρώσει, ΄΄Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η αιώνια ζωή, είναι η αιώνια ζωντάνια΄΄. Στην ανθρώπινη μοίρα, αυτό είναι κοινό σε όλες τις λογοτεχνίες, υπάρχει ένας ριζικός παραλογισμός και συγχρόνως μια τρομερή μεγαλοπρέπεια. Και τα δύο αυτά μαζί εκφράζουν τη γελοία διάσταση που χωρίζει τις ψυχικές ανατάσεις από τις φθαρτές ηδονές του σώματος. Το παράλογο είναι ακριβώς η ψυχή αυτού του σώματος που το ξεπερνά τόσο υπέρμετρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κάφκα εκφράζει την τραγωδία με το συνηθισμένο και το παράλογο με το λογικό, γίνεται ο άγρυπνος κοιμώμενος, που με το έργο του προσφέρει όλες τις δυνατότητες και, ωστόσο, δεν πιστοποιεί καμιά. Οι ήρωες αυτού του απολογητή του παράλογου πεπρωμένου του ανθρώπου δεν ανέχονται άλλο τη θεϊκή μυθολογία που διασκεδάζει και τυφλώνει, ζητάνε το πρόσωπο, το σχήμα και το δράμα της γης, όπου συνυπάρχουν μια δύσκολη σύνεση και ένα πάθος δίχως επαύριο. Το παρόν και η διαδοχή των παρόντων μπροστά από μια αδιάκοπα συνειδητή ψυχή είναι το ιδανικό του παράλογου ανθρώπου …
…………………………………………………………………………………
Το χαμηλό σπίτι στο 22 της Οδού των Αλχημιστών είναι κλειστό. Ο Κάφκα πέθανε το 1924 από φυματίωση. Η αδελφή του, Ότλα, τον Οκτώβριο του 1943 στο Άουσβιτς. Τον προηγούμενο χρόνο όταν εφαρμόστηκαν και στην Τσεχοσλοβακία οι ναζιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης για την δίωξη των εβραίων, ζήτησε από τον άντρα της Γιόζεφ, που δεν ήταν εβραίος, να χωρίσουν, προκειμένου να προστατευθούν τα δύο τους κορίτσια. Λέγεται ότι προτού αφήσει το σπίτι της, ο Γιόζεφ γυάλισε τα παπούτσια της και τα πέρασε στη συνέχεια με λίπος. «Τώρα είναι αδιάβροχα», είπε. Ίσως, τελικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Κάφκα έβαζε πάντοτε το ρολόι του μιάμιση ώρα μπροστά και πάντοτε το διόρθωνε η Φελίτσε, που η φυματίωσή του τον εμπόδισε να την παντρευτεί. Όλα συμβαίνουν στο μέλλον, γι’ αυτό και εμείς φθάνουμε πάντα αργοπορημένοι …
Ελένη Β. Σεμερτζίδου
Αρχειονόμος-Βιβλιοθηκονόμος
Διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου
Εκπρόσωπος του wif.gr
http://www.seeleni.blogspot.com/
Με το μάτι του εποχούμενου περιπατητή
Διαβάζοντας το άρθρο του δασκάλου μας, Σαράντου Καργάκου, καθηγητή-φροντιστή, ιστορικού και συγγραφέα, διαπιστώνει κανείς τη διαχρονικότητά του και τη συνεχώς αυξανόμενη σημασία του, στις μέρες μας. Διαβάστε το και σεις. Μελετήστε το…!!!
Γράφει:
«Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η … εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά. Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδίστικο σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»… παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές. Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ», που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι’ αυτό τουμπάραμε…
Κάποτε, έγραφα πως η ανεργία στον τόπο μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή, αλλ’ όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White collar workers» (σ.σ «Εργάτες με άσπρο γιακά», δηλ. ασχολούμενοι σε μη χειρονακτικές εργασίες). Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία -φτερά στον άνεμο- σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά. Έτσι παράγονται επιστήμονες, που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής.
Παρ’ όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.
Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ’ ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία. Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.
Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής-βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.
Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά. Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πως να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τί είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε την θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως; Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου -και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα- απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα, δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας -πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές- που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Πού θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;
Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.
Σήμερα, αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής. Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.
Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία – θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν άλλου. Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε … αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).
Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη… που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!
Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τί δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. Όταν μικροί -ακόμη στο Δημοτικό- μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβονται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο… κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».
Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν … Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν! Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερεις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα…
Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της -δικαιώματα στην τεμπελιά- και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.
Για την αντιγραφή, ΣΟΛΕΓΓΑ, εκπρόσωπος του wif.gr
Με κεντρική φιγούρα τον νεαρό εφημέριο του Αμπρικούρ, ο Γάλλος συγγραφέας Ζωρζ Μπερνανός προσφέρει, σίγουρα, εναύσματα για υπαρξιακούς προβληματισμούς γύρω από το θέμα της ΄΄σιωπής΄΄ και του ΄΄θανάτου του Θεού΄΄, στο βραβευμένο, με το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας, μυθιστόρημά του, «Το Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημέριου». Ο νεαρός εφημέριος, διαπερνώντας τις ψυχές των ενοριτών του με το βλέμμα του, γίνεται, στο έργο αυτό, ο αναστημένος λυτρωτής και αντιπρόσωπος του Θεού, που θα ξεριζώσει το αμάρτημα από την ενορία του, καλώντας τις ψυχές σε μετάνοια – ψυχές που ζουν στη μοναξιά μιας νοσηρής αυτονομίας της αποχριστιανισμένης γαλλικής κοινωνίας του μεσοπολέμου.
Με τη δύναμη της φαντασίας του, ως ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πένας του, ο Μπερνανός ξεγυμνώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα με περίσσια ικανότητα, χωρίς να αποφεύγει την ιστορική εμπειρία, αλλά εμβαθύνοντας σε αυτή και ανιχνεύοντας τις ανθρώπινες ψυχολογικές αποχρώσεις, που μετουσιώνονται έτσι σε ιστορική μαρτυρία.
Το «Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημέριου» είναι ο διάλογος του νεαρού ιερέα με τον εαυτό του και η προσωπική του συμφιλίωση με την ταπεινωμένη παιδική του ηλικία. Στο πρόσωπό του, τα στοιχεία μιας χαμένης – για πολλούς – παιδικότητας συνοψίζονται, εκεί όπου η χριστιανική αγάπη και η αγιότητα είναι, πλέον, υπαρκτή. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το έργο αυτό είναι το πιο προσωπικό έργο του Γάλλου συγγραφέα, αφού το ημερολόγιο του νεαρού εφημέριου του Αμπρικούρ γίνεται και το όργανο της συμφιλίωσης του Μπερνανός με τον εαυτό του. Ο Μπερνανός, άλλωστε, θα επαναλαμβάνει, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ότι η παιδικότητα αποτέλεσε για εκείνον τη βασικότερη πηγή έμπνευσης, καθώς η παιδική συμπεριφορά στην ώριμη ηλικία αποκαλύπτει μια γνήσια πνευματική διάσταση, η οποία και έχει διατηρηθεί σε όλα τα έργα του.
Αυτές οι ιδιαίτερες, λοιπόν, νοηματικές αποχρώσεις που απαιτεί ένα τέτοιο μεταφυσικό κείμενο αποδίδονται με πιστότητα – τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα του γαλλικού κειμένου – από τη μετάφραση της κ. Ελένης Σεμερτζίδου, προσεγγίζοντας με λογοτεχνική επιδεξιότητα τις σελίδες του Ημερολογίου. Με τη μετάφρασή της, το δράμα και η αποσύνθεση μιας ολόκληρης κοινωνίας παρουσιάζονται με ενάργεια, θυμίζοντας περισσότερο άνοδο στον Γολγοθά και λιγότερο μια απλή τραγωδία.
Το μήνυμα του Μπερνανός παραμένει ζωντανό μέχρι τις μέρες μας, εκφράζοντας την ακλόνητη πεποίθηση του Γάλλου μυθιστοριογράφου ότι στον επίγειο βίο μας όλα είναι «Θεία Χάρις», ενώ Κόλαση είναι μόνο «η έλλειψη της αγάπης».
Η ανάγνωση που επιχειρείται στις σελίδες της λογοτεχνικής μελέτης της κ. Ελένης Σεμερτζίδου στοχεύει στην αποκρυπτογράφηση ενός θεματικού κώδικα, όπου δεσπόζουν οι έννοιες της βίας, της θυσίας, της σύνδεσης του πόνου με την ομορφιά και τη Θεία Χάρη, της απαλλαγής από τον εγωισμό και από κάθε άλλο κακό, μέσω αυτού του πόνου, αλλά και της ενσωμάτωσης του Χριστού, ως πρότυπο και ιδανικό ωραιότητας, μέσα σε έναν κόσμο, που τελικά θα σωθεί από αυτή την ομορφιά.
Στην εν λόγω μελέτη, επιχειρείται η διερεύνηση και κατόπιν η ερμηνεία του ρόλου που διαδραματίζει ο ιερέας στα έργα του Γάλλου συγγραφέα, Ζώρζ Μπερνανός, για να αποκρυπτογραφηθεί στην συνέχεια και το πνευματικό μήνυμα που φέρει ο ίδιος ο συγγραφέας. Τρεις διαφορετικές κατηγορίες ιερέων αναδύονται μέσα από όλα τα έργα του Γάλλου μυθιστοριογράφου. Οι μέτριοι ή κοσμικοί ιερείς, που ασχολούνται με θέματα διαχείρισης της ενορίας τους, απορροφούνται τόσο από τις προσωπικές φιλοδοξίες τους, που ξεχνούν την πνευματική αποστολή τους και την προδίδουν. Οι ώριμοι, γαλήνιοι ιερείς, που έχουν αφιερωθεί στο καθήκον τους, έχουν αποδεχθεί την ανθρώπινη ατέλεια και τη δύναμη του Κακού, αλλά εμπιστεύονται, ωστόσο, και τη δύναμη της Θείας Χάριτος. Τέλος, οι Άγιοι, που πασχίζουν και αγωνίζονται να γίνουν πνευματικοί πατέρες και πιστοί πάστορες, εξιλαστήρια θύματα μιας υλιστικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας και χρησιμοποιώντας ως μοναδικά όπλα τους, το πνεύμα της φτώχειας, της ταπεινοφροσύνης και της παιδικότητας. Ο συγγραφέας δεν παραγνωρίζει την ανθρώπινη υπόσταση του ήρωά του, τον θέλγει, όμως, το γεγονός ότι ένας τέτοιος ήρωας τίθεται ευθύς εξ’ αρχής στο περιθώριο της κοινωνίας, ανίκανος να μοιραστεί μαζί της τη ζωή. Βρίσκεται τόσο κοντά στο Θεό, που δεν είναι δυνατόν να μην είναι «άλλος», ακόμα και για το βλέμμα του ασεβούς που θα τον κοιτάξει. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Μπερνανός, όσον αφορά τον ιερέα μέσα στα έργα του, δεν εστιάζεται τόσο στην κοινωνική θέση αυτού, αλλά στο μυστήριο της Θείας Χάριτος, η οποία μεταμορφώνει έναν απλό, ανίδεο άντρα, σε ιερέα-άγιο.
Η ανθρώπινη φύση δεν ερμηνεύεται ηθικά στον Μπερνανός, αλλά παρθενικά. Με την παρούσα λογοτεχνική μελέτη της, η κ. Ελένη Σεμερτζίδου μάς παρουσιάζει μυστικοαποκαλυπτικά το «Πρόσωπο» του «Ιερέα» στα μυθιστορήματα του Γάλλου συγγραφέα, Ζώρζ Μπερνανός. Χώρος δράσης της είναι η Ιστορία και τρόπος η μαρτυρία, η ρωμαλέα αυτή και ηρωική μαρτυρία, που κάνει, τελικά, την ιστορική ζωή σκληρό και αμείλικτο πεδίο αναμέτρησης της ζωής με το θάνατο.
Άγγελος Α. Σπάθης, εκπρόσωπος του wif.gr
Ο ΚΥΚΝΟΣ, Ο ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Επιμέλεια – απόδοση: Δρ. Πασχάλη Α. Χριστοδούλου
Συζητούσα μ΄ ένα φίλο μου με αφορμή το πέρασμα των Χριστουγέννων για το αίσθημα μελαγχολίας και μοναξιάς που μας καταλαμβάνει όταν σβήσουν τα φώτα της γιορτής. Του απήγγειλα τότε τους πρώτους στίχους στα γαλλικά του ποιήματος του SULLY PRUDHOMME, O KYKNOΣ, LE CYGNE, από την συλλογή του LES SOLITUDES (Οι μοναξιές) και το ποίημα του ιδίου LE VASE BRISE` (το ραγισμένο βάζο). Επειδή έδειξε ενδιαφέρον παραθέτω τα δύο προαναφερθέντα ποιήματα. Παραθέτω επίσης σύντομο βιογραφικό σημείωμα του ποιητή. Σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές (15.1.2010) πήγα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου διάβασα σ΄ένα Λεξικό (Dictionnaire des ecrivains de la langue francaise. Larousse 1984,1994) (Λεξικό των συγγραφέων της γαλλικής γλώσσας) πρόσθετες πληροφορίες για τον ποιητή.
Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το κείμενο στην ιερή μνήμη του Πάντη Χριστοφορίδη (1917-2003), πτυχιούχου Νομικής, Βιομηχάνου, Συμβούλου και μέντορά μου, που με εμύησε στην ποίηση του SULLY PRUDHOMME. Ο ίδιος ήξερε να απαγγέλλει τα ποιήματα LE CYGNE και LE VASE BRISE` από στήθους: Ήταν επίσης βιρτουόζος παίκτης του πιάνου. Είχε σπουδάσει όταν ήταν παιδί σε καθολικό σχολείο στο Βέλγιο. Ήξερε άριστα γαλλικά, αγγλικά και λατινικά. Το ποίημα LE VASE BRISE` το είχαμε μεταφράσει μαζί το 1984 και έχει κάποια ομοιοκαταληξία. Τo άλλo ποίημα Ο ΚΥΚΝΟΣ το μετέφρασα κατά γράμμα, ενώ βέβαια, τα πρωτότυπα έχουν ρυθμό και ομοιοκαταληξία ανέφικτη στην μετάφραση (Traduction c΄est trahison). Η μετάφραση είναι προδοσία. Θα ήθελα να σημειώσω το θετικό για την μοναξιά ότι γίνεται αφορμή για πνευματική δημιουργία “Τοις μοναχικοίς μακαρία ζωή εστί” λέγει ένας Πατέρας της Εκκλησίας μας.
ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΒΑΖΟ
του SULLY PRUDHOMME
Το βάζο όπου σβήνει μια βερβένη
έχει από μια βεντάγια ραγιστεί,
τ’ άγγιγμα τόσο λαφρύ είχε γίνει,
κανένας κρότος δεν είχε ακουστεί.
Το κτύπημα εκείνο το μικρό
δαγκώνοντας το κρύσταλλο σιγά,
προχώραγε βουβά μα σταθερά,
ζώνοντας το ολότελα τριγύρω.
Σταλιά σταλιά το δροσονέρι φεύγει
και τ’ άνθη έχουνε πια ξεραθεί,
σε υποψία κανείς δεν έχει μπει,
ραγίστηκε δεν πρέπει ν’ αγγιχτεί!
Έτσι κάποτε χέρι αγαπημένο
ανύποπτα πληγώνει τη καρδιά,
κι εκείνη μονάχη της σπαρταρά,
κλαίγοντας τον καιρό τον περασμένο.
Ανέγγιχτη καθώς την βλέπουν όλοι
νιώθει βαθιά σαν μαχαιριά
το τραύμα που τη χτύπησε σα βόλι
ραγίστηκε μην την αγγίχτε πιά!
Μετάφραση : Πάντη Χριστοφορίδη – Πασχάλη Χριστοδούλου (1984)
Ο ΚΥΚΝΟΣ
Sully Prudhomme (1839-1907)
Αθόρυβα, κάτω από τον καθρέπτη της βαθιάς και ήρεμης λίμνης
Ο κύκνος κυνηγά τη σκιά με τα φαρδιά του πέλματα
και γλιστρά. Το χνούδι των φτερών του μοιάζει
με τα χιόνια τ’ Απρίλη που λιώνουν στον ήλιο
αλλά σταθερά μ’ ένα αδρό λευκό, που δονείται στο ζέφυρο
τα μεγάλα του φτερά τον σπρώχνουν σαν ένα αργό ιστιοφόρο.
Σηκώνει τον ωραίο του λαιμό πάνω από τα καλάμια,
τον βυθίζει, τον περιφέρει τεντωμένο πάνω από τα νερά,
τη χαριτωμένη καμπύλη σαν ένα προφίλ λουλουδιού
και κρύβει το μαύρο του ράμφος στο αστραφτερό του στήθος
ταξιδεύει σε λίγο δίπλα στα πεύκα τα σκιερά και ειρηνικά
κι αφήνοντας τα πυκνά χόρτα πίσω του
να σέρνονται σαν ουρά κομήτη,
πορεύεται με μια αργή και νωχελική χάρη.
Το σπήλαιο όπου ο ποιητής ακούει αυτό που νιώθει,
και η πηγή που κλαίει έναν αιώνιο απόντα,
του αρέσουν, εκεί τριγυρνά, ένα φύλλο ιτιάς
που πέφτει σιωπηλά αγγίζει τον ώμο του.
Σε λίγο φεύγει στ’ ανοιχτά μακριά από το δάσος το σκοτεινό,
υπέροχος πλοηγώντας προς το μέρος το γαλάζιο,
διαλέγει, για να γιορτάσει τη λευκότητα του που θαυμάζει,
τη θέση την εκθαμβωτική όπου ο ήλιος καθρεπτίζεται.
Μετά όταν οι όχθες του νερού δε διακρίνονται πια,
στην ώρα που κάθε μορφή είναι ένα δυσδιάκριτο φάσμα
όπου ο ορίζοντας σκοτεινιάζει σε μια μακριά ερυθρή γραμμή
τότε που ούτε ένα σχοίνο ούτε ένα βούρλο δεν κουνιέται
τότε που τα βατράχια στον ήρεμο αέρα θορυβούν
που οι πυγολαμπίδες στο φεγγαρόφωτο φανερώνονται,
ο κύκνος, στη σκοτεινή λίμνη όπου αντανακλά
τη λαμπρότητα μιας νύχτας έναστρης –και μενεξεδένιας,
σαν ένα ασημένιο βάζο ανάμεσα στα διαμάντια
κοιμάται, με το κεφάλι κάτω από το φτερό, ανάμεσα
σε δύο ουρανούς.
Μετάφραση: Π. Χριστοδούλου
SULLY PRUDHOMME (1839-1907)
Ποιητής και φιλόσοφος Παρνασσιστής, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (1881-1907), βραβείο Nobel Λογοτεχνίας (1901), το πρώτο που δόθηκε, ο Sully Prudhomme ήταν μια μεγάλη μορφή των γραμμάτων στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Είχε σπουδάσει μηχανική και φιλολογία. Ενώ κατευθυνόταν στην αρχή προς μια καριέρα στην βιομηχανία, διάλεξε την νομική επιστήμη και ετοιμαζόταν να γίνει συμβολαιογράφος που όμως εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στην λογοτεχνία.
Από τα 20 ταυτόχρονα – εργαζόταν τότε ως μηχανικός στην εταιρεία Schneider, – είχε αρχίσει να γράφει στίχους και άρχισε την μετάφραση του De natura rerum1 του Λουκρητίου (δημοσιεύτηκε το 1869 μ’ ένα μακρύ δικό του πρόλογο). Μεγάλος αριθμός των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Parnasse contemporain (Σύγχρονος Παρνασσός) εκδίδοντας τα έργα του Stance et poemes2 (1865), Les Epreuves3 (1866), les Εcuries d’ Augias4, les Solitudes5 (1869), le Croquis italiens6 (1872), les Destins7 (1872).
O πόλεμος Γαλίας – Γερμανίας του 1870 στον οποίο συμμετέχει είναι η πηγή γι’ αυτόν νέας έμπνευσης: Impressions de la guerre8 (1872) France (1874) και διάφορα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο le Prisme10 και Epaves11 (1908).
Aυτός ο Sully Prudlomme – μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας ήδη από το 1881, που τον στεφανώνει το βραβείο Nobel λογοτεχνίας το 1901: θαυμαζόμενος, τιμώμενος, αναφερόμενος στις ποιητικές ανθολογίες, ιδίως για το περίφημο “Vase brise” που παραθέτουμε, γίνεται ένα είδος σοφού, μια τιτλούχος θεότητα των γραμμάτων.
Από τον Παρνασσό στην φιλοσοφική ποίηση το πέρασμα ήταν εύκολο: από τις πρώτες συλλογές του Sully Prudhomme διαπιστώνουμε ένα αίσθημα προτίμησης για τις αλληγορίες και τα σύμβολα.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς τον είχε ως πρότυπο και ακολουθούσε τον τρόπο γραφής του.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παρνασσισμός είναι μια Σχολή στην λογοτεχνία όπου έπεται του ρομαντισμού και προηγείται του συμβολισμού και χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και διαύγεια στη διατύπωση αντίστοιχη μ’ εκείνη των θετικών επιστημών.
1. Για την φύση των πραγμάτων
2. Στροφές και ποιήματα
3. Δοκίμια
4. Οι στάβλοι του Αυγεία5. Οι μοναξιές
6. τα ιταλικά σχεδιάσματα
7. Τα πεπρωμένα
8. Εντυπώσεις από τον πόλεμο
9. Γαλλία
10. Το πρίσμα
11. Τα σκύβαλα
12. Μάταιες τρυφερότητες
13. Η δικαιοσύνη
LE CYGNE
de Sully Prudhomme
Sans bruit, sous le miroirdes lacs profonds et calmes,
Le cygne chasse l’onde avec ses larges palmes
Et glisse. Le duvet de ses flancs est pareil
A des neiges d’avril qui croulent au soleil,
Mais ferme et d’un blanc mat, vibrant sous lezéphire,
Sa grande aile l’entraîne ainsi qu’un lent navire.
Il dresse son beau col au-dessus des roseaux,
Le plonge, le promène allongé sur les eaux,
Le courbe gracieux comme un profil d’acanthe
Et cache son bec noir dans sa gorge éclatante.
Tantôt le long des pins, séjour d’ombre et de paix,
11 serpente, et, laissant les herbages épais
Traîner derrière lui comme une chevelure,
Il va d’une tardive et languissante allure,
La grotte où le poe’te écoute ce qu’il sent,
Et la source qui pleure un éternel absent,
Lui plaisent, il y rôde ; une feuille de saule
En silence tombée effleure son épaule.
Tantôt il pousse au large, et, loin du bois obscur,
Superbe, gouvernant du côté de l’azur,
Il choisit, pour fêter sa blancheur qu’il admire,
La place éblouissante où le soleil se mire.
Puis, quand les bords de l’eau ne se distinguent plus,
A l’heure où toute forme est un spectre confus,
Où l’horizon brunit rayé d’un long trait rouge,
Alors que pas un jonc, pas un glaïeul ne bouge,
Que les rainettes font dans l’air serein leur bruit,
Et que la luciole au clair de lune luit,
L’oiseau, dans le lac sombre où sous lui se reflète
La splendeur d’une nuit lactée et violette,
Comme un vase d’argent parmi des diamants
Dort, la tête sous l’aile, entre deux firmaments.
LE VASE BRISÉ
de Sully Prudhomme
Le vase où meurt cette verveine
D’ un coup d’ éventail fut brisé,
Le coup dut e effleurer à peine
Aucun bruit ne l’a révélé
Mais la légère meurtrissure,
Mordant le cristal chaque jour
De sa marche invisible et sûre
En a fait lentement le tour.
Son eau fraîche a fui goutte à goutte,
Le suc de fleurs s’ est épuisé,
Personne encore ne s’ en doute,
N’y touchez pas, il est brisé.
Ainsi parfois la main qu’ on aime,
Effleurant le coeur, le meurtrit,
Puis le coeur se fend de lui-même,
La fleur de son amour périt.
Toujours intact aux yeux du monde
Il sent croître et pleurer tout bas
Sa blessure fine et profonde,
Il est brisé, n’y touchez pas.
Μας τα ‘πανε οι ειδικοί
Πως έτσι γίνοντ’ όλα
Όταν μιλάνε οι σοφοί
-αφού πνιγούνε στην σιωπή-
Τα διορθώνουν όλα!
.
Και τότε ένας οργασμός
Του κράτους που φωνάζει,
Ξεσπάει σε όσους στρέχουνε
Τα χάλια τους να έχουνε
Και νάσου το μαράζι.
.
Τον Ντάριο Φο τον ρώτησα
Πως στο καλό να σώνω
Κι αυτός μου είπε φωναχτά
Αυτό που έλεγε παλιά,
Διπλά το Δεν Πληρώνω!
.
Και οι σοφοί οργίστηκαν.
Φτιάξαν καλαμαράδες
Εκείνοι τα ταιριάξανε
Και πληρωμές αδράξανε
Με τους καραβανάδες.
.
Τι λέω; θα λέτε τώρα εδω
Τι σημασία έχει;
Διαλέξαμ’ έναν αρχηγό,
Τούτος μας έδειξε φευγιό
Καλά που το κατέχει![1]
.
Ναι Φίλοι,
Απόλυτα είναι σίγουρο το δίκιο του δεσπότη.
Μ΄ ακόμα σιγουρότερο
Το δίκιο του αγρότη.
.
Κι αν τα κοιτάς καλά αυτά
Πιο πίσω απ’ την βιτρίνα,
Η σκέψη σου θ΄αναζητά
Τα Ρόδα! και τα Κρίνα!
.
ευωδιαστά…ΣΟΛΕΓΓΑ
[1] Το στιχούργημα γράφτηκε επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή του νεότερου
Η σφίγγα
του Heinrich Heine[1]
Αυτό είναι το παλαιό δάσος των παραμυθιών!
Ευωδιάζουν τα άνθη της φλαμουριάς,
Η θαυμαστή λάμψη του πρωϊνού
μαγεύει την διάθεσή μου.
Ενώ προχωρούσα, ενώ εβάδιζα
ακούστηκε στα υψηλά,
το αηδόνι να τραγουδά
για αγάπη και για της αγάπης τον πόνο.
Τραγουδά για την αγάπη και της αγάπης τον πόνο,
για δάκρυα και για χαρές,
αλαλάζει τόσο λυπητερά, αναστενάζει τόσο χαρούμενα
ξεχασμένα όνειρα ξυπνούν.
Ενώ εβάδιζα, ενώ προχωρούσα,
να είδα μπροστά μου,
σ’ ανοικτό χώρο, ένα μεγάλο Κάστρο
με τ’ αετώματά του ψηλά ν’ ανεβαίνουν.
Κλειστά παράθυρα, παντού
μια σιωπή και μια θλίψη
φαινόταν σαν να κατοικούσε ο σιωπηρός θάνατος
σ’ αυτούς τους έρημους τοίχους.
Εκεί μπροστά στη θύρα ήταν μια σφίγγα
ένα ερμαφρόδιτο πλάσμα τρόμου και λαγνείας,
το σώμα και τα πόδια σαν ένα λιοντάρι
μια γυναίκα στο κεφάλι και στο στήθος.
Μια όμορφη γυναίκα! η λευκή ματιά,
μιλούσε γι’ άγριους πόθους
τα βουβά χείλη καμπυλώνονταν
και χαμογελούσαν με μια σιωπηλή ικανοποίηση.
Το αηδόνι τραγουδούσε τόσο γλυκά
δεν μπορούσα να αντισταθώ
κι ενώ φιλούσα την χαριτωμένη μορφή
να τι συνέβη μέσα μου και γύρω μου.
Ζωντάνεψε η μαρμάρινη εικόνα,
η πέτρα άρχισε ν αναστενάζει
ήπιε τα φιλιά μου παθιασμένης θέρμης
με δίψα και λαχτάρα.
Ήπιε σχεδόν μέχρι το τέλος της ωδής
και τελικά γεμάτη λαγνεία,
μ’ αγκάλισε, το φτωχό μου σώμα
ξεσκίζοντας με τα λιονταρίσια νύχια.
Γοητευτικό μαρτύριο και ηδονικός πόνος!
ο πόνος και ο πόθος αμέτρητα!
ενόσω το φίλημα στο στόμα μ’ ευχαριστεί
με πληγώνουν τα νύχια φρικτά.
Το αηδόνι τραγουδούσε: “Ω ωραία σφίγγα!
Ω Έρωτα! τι σημαίνει άραγε,
να αναμιγνύεις με θανάσιμο μαρτύριο
όλες τις ευλογίες σου;
Ω ωραία σφίγγα! Ω λύσε μου
το αίνιγμα, το θαυμαστό!
σκέφθηκα επάνω σ’ αυτό
ήδη αρκετά χιλιάδες χρόνια”
Σχόλια,
Η σφίγγα ένα υβριδικό δημιούργημα με το σώμα ενός λέοντα και το κεφάλι ενός βασιλιά ή (σπανιότερα) μιας βασίλισσας, ένα πανάρχαιο σύμβολο ηγεμόνα. Στους Αιγυπτίους ως επί το πλείστον παρίστανε τον φαραώ ή τον υιό του ήλιου ως ακλόνητη δύναμη προστασίας. Στους Φοίνικες, Χεττίτες, Ασσυρίους παρίσταται ως πτερωτός λέων ή ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι. Στους Έλληνες η σφίγγα είναι θηλυκιά με πτερά, αρχικά μια αινιγματική ή τρομερή ύπαρξη στην οποία αναφερόμαστε ακόμη σήμερα στην γλωσσική μας χρήση. Στην νεότερη εποχή, π.χ. στην συμβολική τέχνη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η σφίγγα εθεωρείτο σύμβολο της αινιγματικότητας της γυναίκας [1]. Η σφίγγα συνδυάζει τα 4 στοιχεία: πυρ: η κεφαλή ανδρός, ή γυναίκας αήρ: πτερά αετού, ύδωρ: πόδια ταύρου, γη: λέων από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος και το σύμπαν [2]
Τα 4 αυτά σύμβολα συνοδεύουν τον θρόνο του Θεού στο όραμα του θρόνου (α΄κεφ. Ιεζεκιήλ 570 π.Χ. και δ΄κεφ. Αποκαλύψεως 90 μ.Χ.). Εκ των υστέρων έγιναν σύμβολα των 4 Ευαγγελιστών 4ος αιών μ.Χ. Ματθαίος: πυρ = άνθρωπος ή άγγελος, Μάρκος = λέων , Ματθαίος = ταύρος ή μόσχος, Ιωάννης = αετός. Η άποψη του υπογράφοντος είναι ότι συμβολίζουν 4 αστερισμούς που ο καθένας έχει ένα άστρο πρώτου μεγέθους: Ματθαίος = πυρ = αστερισμός Βοώτη, άστρο Αρκτούρος, Μάρκος = γη = αστερισμός Λέοντας, άστρο Βασιλίσκος, Λουκάς = ύδωρ = αστερισμός Ταύρου άστρο Αλντεμπαράν, Ιωάννης αήρ = αστερισμός Αετού, άστρο Αλτάιρ.
Τα 4 αυτά άστρα αν τα συνδέσεις σ΄ένα χάρτη του ουρανού σχηματίζεται ένα τετράπλευρο με κέντρο τον πολιτικό αστέρα. Τα 4 ζώα (άνθρωπος, λέων, ταύρος, αετός) παρίστανται μαζί με τους 4 ευαγγελιστές τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα, κάτω από τον τρούλο του βυζαντινού σταυροειδούς μετά τρούλου ναού. Παράσταση των 4 ζώων γίνεται σε ψηφιδωτό του οσίου Δαβίδ στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (5ος αιών μ.Χ.) και σε πολλές μεταγενέστερες εκκλησίες [3].
Η σφίγγα στον μύθο του Οιδίποδα είναι ένα υβριδικό σύνθετο ζώο με κεφάλι γυναίκας, πόδια λέοντος, πτερά αετού και ουρά όφεως. Σε αντίθεση με την αγαθή αιγυπτιακή σφίγγα η ελληνική είναι σκληρή και απάνθρωπη. Ήταν κυρίως το τέρας που γέννησαν ο Τυφών και η Έχιδνα και το οποίο έστειλε κάποια θεότητα (ίσως η Ήρα) για να εκδικηθεί τους Θηβαίους και τον βασιλιά τους Λάϊο.
Στον Θηβαϊκό κύκλο και ειδικά στον μύθο του Οιδίποδος, παρουσιάζεται να κάθεται στο Φίκιον όρος της Βοιωτίας και να θέτει προς λύση σε όλους τους περαστικούς ένα αίνιγμα που είχε διδαχθεί από τις Μούσες.
“Υπάρχει ένα ον πάνω στη γη με ένα όνομα, το οποίο έχει δύο και τέσσερα και τρία πόδια…”
Κάθε περαστικό που δεν απαντούσε ή έδινε λάθος απάντηση τον καταβρόχθιζε. Τελικά, το αίνιγμα έλυσε ο Οιδίπους, απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος και τότε η σφίγγα κατακρημνίστηκε από τον βράχο της. Από τον μύθο αυτόν προήλθε πιθανώς ο θρύλος ότι η σφίγγα ήταν πάνσοφη ακόμη και σήμερα η σοφία της σφίγγας είναι παροιμιώδης [4].
Ετυμολογία: Σφίγγα, πιθανόν δάνειο από την Αρχαία Αιγυπτιακή, όπως προκύπτει και από το αιγυπτιακό τοπωνύμιο Φίκιον όρος σε τόπο βορείως των Θηβών. Το τοπωνύμιο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρήμα σφίγγω. Οι λέξεις σφήκα και σφίγγα δεν έχουν ετυμολογική σχέση και δεν πρέπει να συγχέονται στην προσφορά, τη γραφή και τη σημασία. Η λέξη σφήκα(αρχ. σφηξ-ηκός) δηλώνει το έντομο, ενώ η λέξη Σφίγγα (αρχ. Σφίγξ-ιγγός) δηλώνει το μυθικό τέρας που έθετε αινίγματα [5].
Μετάφραση – Σχόλια: Δρ. Πασχάλη Χριστοδούλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] UDO BECKER, Lexikon der Symbole, Herder Spektrum, Freiburg 200.
[2] DAVID FONTANA, The Secret Language of Symbols, Pavillon books, London 1993.
[3] ΠΑΣΧΑΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ. Η Ελληνική Αστρονομία στους Ορφικούς Ύμνους, Ουρανός, Απρίλιος 2005/077
[4] ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANNICA. Αθήνα 2007 λήμμα Σφίγξ, τόμος 48.
[5] Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2009.
[1] Heinrich Heine. Γερμανός ποιητής, γεννήθηκε στο Düsseldorf (1797-1856). Συνθέτης ποιημάτων ρομαντικής έμπνευσης και ταξιδιωτικών αφηγήσεων Έπαιξε τον ρόλο ενός πολιτιστικού συνδέσμου μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας.