Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό, ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς, νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς, ταμεῖο δίχως χρήματα καὶ δόξης τόσα μνήματα; Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ * * * |
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια, κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια, ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή. * * * |
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί, οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. * * * |
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως, συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος. * * * |
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους! σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται. * * * |
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια, σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια! * * * |
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα, πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη… αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα, δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει. * * * |
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο, ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει. Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ. * * * |
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ». Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο- νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο. Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι. * * * |
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς. Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα; * * * |