Ενα απόσπασμα από γραπτό του Γερμανού αντιφρονούντος Μάρτιν Νίμελερ, στο οποίο σχολιάζει τη στάση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» την εποχή του Γ’ Ράιχ
“Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα.
Έπειτα ήρθε η ώρα των σοσιαλδημοκρατών.
Δεν ανήκα σ΄ αυτό το κόμμα και δεν έβρισκα λόγο να διαμαρτυρηθώ.
Ακολούθησαν οι ομοφυλόφιλοι.
Ούτε κι αυτό σκέφτηκα ότι με αφορούσε.
Στο τέλος ήρθε η σειρά των τσιγγάνων.
Ούτε και τότε βρήκα λόγια για να εκφράσω την αντίθεσή μου.
Ο επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ.
Αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει”
(Μάρτιν Νίμελερ Ευαγγελιστής ιερέας )
Κιντάπογλου Γιάννης επισκέπτης του WIF
Τι είναι αυτό, κουζούμ; Στο εφημερίδες ιβλέπω, στο περιοδικά διαβασμένα εκάνω, “κώλ γκέρλς” – μώλ γκέρλς λένε, άμμα τι πιράμμα είναι ντεν ηκσέρω. Μόνο πάντα μια φωτιγραφία ιβλέπω, υμνή ένεται, ιστήθεια, μιστήθεια, πιριφέρειες μιριφέρειες, όλα έξω ένονται – άμμα κορίτσι ωραία χαμογελασμένο ένεται, από κάτω ιγράφει: Ένα από τα κωλ γκέρλς.
Αυτό πολύ μου ηρέσει, άμα τι είναι ντεν ηκσέρω. Το φίλος μου το Μανωλάκη ρωτημένο εκάνω, γιατί εκείνο ιγγλικά ηκσέρει “γκουτ μόρνιγκ” , φελιάν φιστίκ, χις μούστερις βόϊς και τσόκ σοϊλε μποϊλέ, λέει.
– Μανωλάκη, γιάχο, τι είναι αυτά τα γκώλ – μώλ γκέρλς; Όλο ιφημερίδες ιβλέπω, άμα δεν καταλαβαίνω.
– Γκέρλ θα πη κορίτσι, Κωλ θα πη…
– Ηξέρω, ηξέρω.
– Δεν ξέρεις τίποτα! Κώλ θα πη τηλεφώνημα. Τα δυό μαζί, κώλ – γκέρλ θα πη τηλεφωνοκόριτσο.
– Βάϊ, βάϊ, βάϊ και γιατί τα λένε έτσι; Τηλεφωνήτριες είναι;
– Όχι, βρε μπουνταλά. Τηλεφωνείς και πηγαίνεις.
– Σους μπε!
– Μα το Θεό, βρε. Ρώτα όποιον θέλεις!
Ρωτώ από εντώ, ρωτώ από εκεί, όλοι τα ίδια με λένε – βάϊ, βάϊ, βάϊ, τέτοιο ωραίο πιράμα και ντεν το ήκσερα; Γιαβρούμ, τούτο μεγάλο ευκολία ένεται. Χιτς από πίσω κορίτσι να μην ιπαίρνης πιά, μόνο ένα τηλεφώνημα να εκάνης.
– Κουζούμ, λέω, τέτοιο πιράμα μόνο στην Αμερική έχει, για έχει και στο Θεσσαλονίκη;
– Βρε βλάκα που ζεις; Δεν άκουσες τις προάλλες που πιάσανε στην Κηφισιά μια βίλλα και ήταν μέσα τέτοια κορίτσια; Ε, λοιπόν, υπάρχουν και παραϋπαρχουν.
– Νούμερο ηκσέρεις;
– Τι νούμερο;
– Τελέφωνο ντε; Να ιπαίρνω τελεφώνημα να παένω.
– Α τηλεφωνικό αριθμό, πως δεν ξέρω…
– Δώσε μου τηλέφωνο, λέω, άϊντε μπακαλούμ.
Το φίλος μου το Μανωλάκης τελέφωνο με δίνει, νούμερο φελιάν φιστίκ, εν τάξει, εγώ αμέσως τελέφωνο ιπαίρνω.
– Εμπιρός, λέω. Τι είναι εκεί; Εδώ Αγκόπ ένεται. Χιτς κωλ μωλ γκέρλς έχετε; Εγώ ένα ωραίο, μικρό – μικρό, ζουμπουρλούδικο ηθέλω.
Στο τηλέφωνο μια χοντρή φωνή ένεται:
– Έχουμε, λέει.
– Πόσο χρονώ ένεται;
– Πόσο χρονώ το θέλεις;
– Δεκαοχτώ, λέω.
– Εντάξει, λέει
– Τι ώρα να έλθω;
– Στις πέντε το απόγευμα.
Ύστερα αντρέσσα με δίνει, στο Καλαμαρία να πηγαίνω! Βάϊ, βάϊ, βάϊ, κουζούμ, χαρά μου μεγάλη ένεται. Τι ωραίο πιράμα είναι τούτο, γιάχο! Αυτό πολιτισμός ένεται. Κουστουμάκι μου εβάζω, ξούρα εκάνω, λεωφορείος ημπαίνω, Καλαμαρία πηαίνω, από λεωφορείος κατεβαίνω, αντρέσα ιβγάζω.
– Γιάχο, λέω, αυτό το ισπίτι ηθέλω.
Δρόμο με δείχνουν, σιγά – σιγά στο ισπίτι φτασμένο ένομαι. Κουδούνι χτυπημένο εκάνω, άμμα ισπίτι πολύ μεγκάλο και όμορφο ένεται. Ένα αντιρωπό υψηλό ιβγαίνει:
– Τι θέλετε κύριε;
– Γκωλ γκέρλς φελιάν φιστίκ τηλεφωνημένο έκανα.
– Εσείς τηλεφωνήσατε;
– Εγώ τηλεφώνησα. Κορίτσι έτοιμο ένεται;
– Μια στιγμή να σου το φέρω. Πέρaσε μέσα.
Μέσα ιμπαίνω άμμα μαντιράχαλος αντί κορίτσι να φέρνη, μια μεγάλη μαγκούρα ιφέρνει και χιτς προτου ιστόμα μου ανοίξω:
– Να και τούτη, να κι αυτή, να και το κωλ, να και τι μώλ, να, να, να!
– Βοήθειααααααα!
– Να και τούτη, να κι αυτή.
Αμάν! Τι ιξύλο ήταν εκείνο, γιαβρούμ; Χιτς τέτοιο ιξύλο άλλη φορά ντεν έφαγα. Τώρα κώλ γκέρλς ακούω, τιρίχα μου σηκώνεται, βάϊ, βάϊ, βάϊ.
Ο ΑΓΚΟΠ
Κιντάπογλου Γιάννης Επισκέπτης του WIF