«ΘΡΗΣΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Ή «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ;
(Θέσεις και Αντιθέσεις)
Αλήθεια, είναι το πρόβλημα της θρησκείας ο ΄΄χρόνος΄΄; Είναι, άραγε, η σχέση κάθε θρησκείας με την εποχή της, την Ιστορία, την επικαιρότητα, καθοριστικός παράγοντας για την ικανότητα επιβίωσης του θρησκευτικού φαινομένου – συναισθήματος μέσα στον άνθρωπο; Είναι, μήπως, η θρησκεία κάτι το παραδοσιακό, αναχρονιστικό, προνεωτερικό, δεμένη, πάντα, με το παρελθόν, ενώ η κοινωνία, απ’ την άλλη πλευρά, νεωτερική, μοντέρνα, σύγχρονη, προσανατολισμένη σθεναρά προς το μέλλον; Να υποθέσουμε, επίσης, ότι όσο απέχουν παρελθόν και μέλλον, τόσο απέχει η θρησκεία από την κοινωνία; Και, μήπως, η απόσταση αυτή μεταβάλλεται σε χάσμα αγεφύρωτο, όταν η κοινωνία επιθυμεί τον εκσυγχρονισμό της, τον εκμοντερνισμό της, τον εξευρωπαϊσμό της, και η θρησκεία φαντάζει, τότε, ακόμη πιο αναχρονιστική και αρτηριοσκληρωτική στα δόγματα και στις αγκυλώσεις της;
Θα ήταν χρήσιμο, μάλλον, να αναρωτηθούμε, σε πρώτη φάση, αν όλα αυτά τα ερωτήματα που θέσαμε αρχικά, δεν είναι παρά μια «μετάθεση» του προβλήματος στο ανώδυνο επίπεδο της «εκκλησιαστικής ευσέβειας», μιας έννοιας σύμφυτης, βέβαια, με τον «ορισμό» της θρησκείας, με μοναδικό σκοπό και στόχο, όμως, να παρακάμψουμε, τεχνηέντως, το «πραγματικά υπαρκτικό πρόβλημα» και να προσθέσουμε στη φαρέτρα μας, λίγους επιπλέον φανατισμούς και ψευδαισθήσεις, περιχαρακωμένοι στις εγκυστώσεις ενός υπερτροφικού και νοσηρού ΄΄εγώ΄΄, που μας αλλοτριώνει καθημερινά και ύπουλα και μας διχάζει, ως έθνος και κοινωνία.
Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το «πραγματικά υπαρκτικό πρόβλημα», στο οποίο αναφερόμαστε και το οποίο θεωρούμε, έστω και λανθασμένα, ότι θα έπρεπε να αποτελεί την «αποκλειστική προτεραιότητά» μας; Είναι, στ’ αλήθεια, το δίλημμα: Αναχρονισμός ή εκσυγχρονισμός; Θρησκειοποίηση της κοινωνίας ή κοινωνικοποίηση της θρησκείας; Η κοινωνία μας να γίνει θρησκευτική ή η θρησκεία μας να γίνει κοινωνική; Αναζητώντας και ψηλαφώντας δειλά την απάντηση, θα μπορούσαμε να πούμε πως, σίγουρα, το «πραγματικά υπαρκτικό πρόβλημα» δεν είναι ένα επίσημο δόγμα, μια κυρίαρχη ιδεολογία, ένας θεσμός που εξελίσσεται σε καθολική νοοτροπία, αλλά, αντιθέτως, ένας ΄΄τρόπος΄΄ του βίου, αυτό που, με άλλα λόγια, θα αποκαλούσαμε προσωπική ελευθερία και ετερότητα του ανθρώπου. Και όταν μιλάμε για προσωπική ελευθερία και ετερότητα στον άνθρωπο, δεν μιλάμε, απλώς, για ΄΄επιβίωση΄΄, για να βολευτούμε, ακόμη πιο αναπαυτικά, στον καναπέ του σαλονιού μας, πίσω από φτηνά ψυχολογήματα και κούφια ιδεολογήματα! Μιλάμε για ΄΄ζωή΄΄! Μιλάμε για τον «καλόν μαργαρίτην», που πρέπει κανείς να μοχθήσει πολύ, για να φτάσει στην «εύρεσή» του! Μιλάμε για τη δυνατότητα κοινωνίας της εκκλησιαστικής ελπίδας! Μιλάμε για την τίμια αναζήτηση του πυρήνα της ευαγγελικής σωτηρίας! Δεν μιλάμε για ατομικές μεταφυσικές πεποιθήσεις! Δεν μιλάμε για ατομική ηθική! Δεν μιλάμε για θεσμική εξασφάλιση της ατομικής σωτηρίας! Μιλάμε για «διακινδύνευση»! Για τη διακινδύνευση της μετοχής στην Ευχαριστιακή Βασιλεία! Μιλάμε για αλλαγή του ΄΄τρόπου της υπάρξεως΄΄, ώστε η ύπαρξη να είναι, από μόνη της, κοινωνία, σχέση, έρωτας! Εν κατακλείδι, μιλάμε για ΄΄Ποιότητα΄΄! Και αυτή η ΄΄ποιότητα΄΄ δεν είναι ΄΄στάση΄΄ και ΄΄μέγεθος΄΄, αλλά ετοιμότητα απέναντι σ’ αυτή την «υπαρκτική διακινδύνευση» όλου μας του ΄΄είναι΄΄, απέναντι σ’ αυτή την «όντως ζωή»! Αυτή η «όντως ζωή», οπωσδήποτε, δεν διαχωρίζεται από τη Θεολογία και τη δοκιμασμένη γλώσσα της φιλοσοφικής αναζήτησης. Είναι, όμως, πέρα από «θρησκειοποιήσεις» της κοινωνίας και «κοινωνικοποιήσεις» της θρησκείας! Είναι πέρα από ατομοκεντρικούς ευσεβισμούς, γιατί η «όντως ζωή» είναι «θεία ζωή»! Επομένως, το πρόβλημα δεν είναι να ζεις ως «χριστιανός» μέσα σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από τις δυνάμεις του σκότους και της αμαρτίας. Το πρόβλημα είναι να διακρίνεις τη «πραγματική ζωή» από τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις μιας «φαντασιωτικής ζωής». Οι αφορισμοί, οι διχασμοί και τα σχίσματα δεν διαχωρίζουν την Εκκλησία από την κοινωνία. Διαχωρίζουν τον άνθρωπο από την «οντολογική καταγωγή» του, από τις «απαρχές της συνείδησής» του, από το βαθύτερο «νόημα» της ύπαρξής του. Οι κοινωνίες δεν έχουν ανάγκη από έναν υποκριτικό μανδύα θρησκευτικότητας, που θα εξαντλείται σε εθνικιστικές καυχήσεις και προκαταλήψεις, αλλά από την «αποφατική» εκείνη γλώσσα που αρνείται να εξαντλήσει την «Αλήθεια» στη διατύπωσή της. Αυτή την «Αλήθεια» που αρνήθηκε να διατυπώσει, με κενά λόγια, και ο Ιησούς, μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο …
Καθώς στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου κλονίζεται η πίστη του ανθρώπου – και το ρήγμα όσο πάει και βαθαίνει στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Πολέμου – και, παράλληλα με την παράδοση, εμφανίζονται ανανεωτικά ρεύματα, το μεγάλο δίλημμα της Πίστης θα τυραννήσει ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων στη Γαλλία. Η τραγωδία του Πολέμου όσο και η αλματώδης πρόοδος της Επιστήμης, αλλά και η αμφισβήτηση των Ουμανιστικών αξιών, αναζωπύρωσαν την ψυχική αγωνία του ανθρώπου. Ο Γάλλος συγγραφέας Ζωρζ Μπερνανός έζησε από κοντά αυτή τη δραματική πνευματική κρίση που συγκλόνισε την Ευρώπη. Το 1905, στα δεκαεπτά του χρόνια, ο Μπερνανός, σε επιστολή του προς τον πνευματικό του, τον αββά Λεγκράνζ, δηλώνει πως μία ζωή που γνωρίζει τη δόξα, το ωραιότερο από τα εγκόσμια, είναι κενή και άγευστη, όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται σ’ αυτήν παντοτινά και απόλυτα την παρουσία του Θεού: «Εδώ και καιρό, εξαιτίας της ασθενικής μου φύσης και των προβλημάτων που μου δημιούργησε, φοβάμαι το θάνατο και, για κακή μου τύχη, ή για καλή μου τύχη, όπως θα έλεγε ο φύλακας άγγελός μου, τον σκέφτομαι ασταμάτητα. Και την πιο μικρή αδιαθεσία να νιώσω, μου φαίνεται σαν το προανάκρουσμα της τελευταίας μου αρρώστιας που τόσο τη φοβάμαι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με καταλαμβάνει και μια ατέλειωτη μελαγχολία [ … ]. Όταν ήμουν ακόμα μικρό παιδί και σκεφτόμουν αυτού του είδους τα πράγματα, έλεγα ότι η ζωή ήταν μεγάλη και ότι γεμίζοντάς την με κάθε είδους περιπέτεια, δόξα, φήμη και δύναμη, μπορούσαμε να την κάνουμε τόσο ευτυχισμένη που θα άξιζε και λίγος πόνος στο τέλος. Ήταν παιδικά όνειρα, τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Τη στιγμή της πρώτης μου Θείας Κοινωνίας στην Εκκλησία, κάποιο φως έλαμψε μέσα μου. Είπα τότε στον εαυτό μου ότι, δεν πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε ευτυχισμένη τη ζωή, αλλά το θάνατο. Εκείνο που θέλω να πω, είναι ότι η ζωή είναι κενή χωρίς την ευχαρίστηση που μας δίνει η ύπαρξη του Θεού μέσα της. Γι’ αυτό και μου φαίνεται ότι, για να είναι κάποιος ευτυχισμένος, πρέπει να ζει και να πεθαίνει για το Θεό, συμβάλλοντας, ο καθένας με τα μέσα του, στην Έλευση της Βασιλείας Του. Έτσι μόνο μου φαίνεται ότι θα μπορέσει κάποιος να μη φοβάται τον άθλιο θάνατο». Στα τριάντα τρία του χρόνια, το 1921, Ο Μπερνανός απαντάει σε ερωτήσεις που του θέτουν, πως η πιο σημαντική αρετή είναι η πίστη και η πιο ωραία στιγμή στη ζωή του, η πρώτη του βαθιά προσευχή. Στο σημαντικό θεατρικό του έργο, Διάλογοι Καρμελιτισσών, η Ηγουμένη λέει στην ηρωίδα: « – Κάθε προσευχή, ας είναι κι ενός μικρού βοσκού που φυλάει τα ζωντανά του, είναι η προσευχή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή η απλότητα της ψυχής, είναι ένα χάρισμα της παιδικής ηλικίας που συχνά δεν της επιζεί. Όταν έχουμε βγει από τα παιδικά μας χρόνια, χρειάζεται να υποφέρεις πολύ καιρό για να επανέλθεις σ’ αυτά, όπως στην άκρη της νύχτας ξαναβρίσκουμε μιαν άλλη αυγή»…
Ελένη Β. Σεμερτζίδου
Αρχειονόμος-Βιβλιοθηκονόμος
Διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου
Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ
Μια αναπαράσταση της ίδιας της ζωής;
Για το τσίρκο και για τον κόσμο του πανηγυριού, η επεξεργασία έγινε με τρόπο σχετικά βραδύ. Ο λόγος ανήκει πρώτα στο θεατρικό χρονικογράφο, σ’ εκείνον που, για το αστικό κοινό των εφημερίδων και των περιοδικών, αφηγείται, φροντίζοντας το ύφος του, τη μαγεία που συναντάει κανείς μέσα σε χώρους όπου συνήθως δεν πηγαίνουν «οι έντιμοι άνθρωποι». Ο Γκωτιέ είναι ένας από αυτούς που συνέβαλαν περισσότερο στο να αποκτήσουν αυτά τα θεάματα τα διαπιστευτήρια της αισθητικής ευγενείας τους. Τι του αρέσει, λοιπόν, να συναντάει εκεί;
Στο τσίρκο, στα Βαριετέ, ο Γκωτιέ απολαμβάνει την επιδεξιότητα, την ελαφρότητα, την απογείωση. Μεθάει με θαυματουργά κατορθώματα. Τέτοια είναι η μαγεία που προσδοκά ο Γκωτιέ. Το καλλιτεχνικό του ιδανικό (το οποίο, μάλλον με υπερβολικά απλουστευτικό τρόπο, έχει ορισθεί ως ένα ιδανικό ζωγράφου) συνδέεται με όλες εκείνες τις δραστηριότητες κατά τις οποίες το σωματικό ον και η σαρκική ύπαρξη αυθυπερβαίνονται, όχι για να εγκαταλείψουν τη σωματική και σαρκική κατάσταση, αλλά για να της προσδώσουν μια ένδοξη ακτινοβολία. Το τσίρκο, επομένως, μπορεί να είναι ένας από τους υψηλούς τόπους της αποκάλυψης του κάλλους, αν είναι ο τόπος όπου εκδιπλώνονται όλα τα πλούτη της μυϊκής δεξιοτεχνίας, και αν ο άνθρωπος γίνεται εκεί ταυτόχρονα κάτι περισσότερο και κάτι λιγότερο από άνθρωπος: ένα φτερωτό πνεύμα.
Το ότι ο άθλος του κλόουν ακροβάτη μπορεί να είναι το αλληγορικό ισοδύναμο της ποιητικής πράξης (σύμφωνα με μια αντίληψη για την ποίηση, που θεωρεί την τεχνική αυτοπειθαρχία και την επιδεξιότητα ως ουσιώδη αρετή), θα το υποστηρίξει τολμηρά ο Μπανβίλλ στο εισαγωγικό ποίημα και στο επιλογικό ποίημα της παρωδιακής του συλλογής Ακροβατικές Ωδές (1857). Γι’ αυτόν, όπως και για τον Γκωτιέ, η προνομιούχος διάσταση του κλόουν είναι το ιλιγγιώδες ύψος: αν το ρούχο του κλόουν αντιπροσωπεύει μια γελοία μεταμφίεση, αν για τον θεράποντα της Μούσας είναι υποβάθμιση το να παίζει όρθιος βιολί πάνω στην ανεμόσκαλα του σαλτιμπάγκου, τουλάχιστο μπορεί έτσι να απαντάει με την ειρωνεία στην εξαχρείωση ενός αιώνα υποδουλωμένου στις δυνάμεις του χρήματος, όπου δεν ακούει πια κανείς τίποτε άλλο από το εργαλείο του κρουπιέρη της ρουλέτας και της μπάνκας.
Πτήση και πτώση, θρίαμβος και κατάπτωση, επιδεξιότητα και αταξία, δόξα και θυσία: το πεπρωμένο των κλοουνίστικων προσώπων παραπαίει μεταξύ αυτών των άκρων. Αυτό που προσδίδει στη φιγούρα του κλόουν την παράδοξη ανωτερότητά του σε σχέση με τους αυτοκράτορες και τους κριτές, είναι το ότι, αντίθετα με τους ισχυρούς που πιάνονται στην παγίδα των στολιδιών και των εξωτερικών χαρακτηριστικών μιας μάταιης δεσποτείας, ο κλόουν είναι ο βασιλιάς της γελοιότητας. Φορώντας το ρούχο της γιορτινής παρέλασης, βρίσκεται πολύ εγγύτερα στην αυτογνωσία της γελοιότητας και στην ταπεινή ανάκτηση της φτωχής του αλήθειας. Σ’ εμάς εναπόκειται το να αντιληφθούμε ότι μας αντιπροσωπεύει όλους, ότι είμαστε όλοι παλιάτσοι, και ότι όλη η αξιοπρέπειά μας συνίσταται στην ομολογία της παλιατσοσύνης μας. Αν μάθουμε να παρατηρούμε καλά, τα ρούχα μας είναι όλα κλοουνίστικα κοστούμια. Ο κλόουν είναι ο φανερωτής που οδηγεί την ανθρώπινη μοίρα στην πικρή αυτοσυνειδησία της, αυτή του αξιολύπητου ρόλου που ο καθένας μας παίζει εν αγνοία του μέσα στην κωμωδία του κόσμου. Το ολοκαύτωμα, όμως, του τραγικού κλόουν – του «αθώου θύματος» – δεν προσφέρει, κατά κάποιον τρόπο, ένα ελάχιστα παρωδιακό σύστοιχο του Θείου Πάθους; Ο κλόουν, αν δεχτούμε ότι είναι εκείνος που δέχεται τα χαστούκια της πεζής καθημερινότητας, μήπως γίνεται έτσι το εμβληματικό ομοίωμα του προπηλακιζόμενου Χριστού, αντιπροσωπεύοντας τον απόβλητο από την κοινότητα αποδιοπομπαίο τράγο;
Για λόγους εντελώς διαισθητικούς, οι μεγάλοι δραματικοί συγγραφείς παρουσίασαν συχνά τον κλόουν ή το γελωτοποιό ως φορέα μιας σωτηρίας, ως το αγαθό πνεύμα που, παρά την αδεξιότητά και τους σαρκασμούς του, σπρώχνει τον τροχό της μοίρας και συμβάλλει στην επιστροφή της αρμονίας σ’ έναν κόσμο που είχε διαταραχθεί από μια ενέργεια του Κακού. Αυτός ο ρόλος του κλόουν, ως σωτήρας ή λυτρωτής συνδέεται με τη θυσία του, στο μέτρο, βέβαια, που ο κλόουν είναι παντού και πάντοτε ένας αποκλεισμένος, και καθώς γίνεται ένας παρίας, κερδίζει το δικαίωμα της πανταχού παρουσίας. Με την ελευθεριότητα που ο ίδιος παίρνει αυθαίρετα ή που του παραχωρούν οι άλλοι, ο κλόουν εμφανίζεται σαν ένας δολιοφθορέας της χαράς. Το στοιχείο, όμως, της αταξίας που εισάγει στον κόσμο, είναι το αναμορφωτικό φάρμακο που ο άρρωστος κόσμος χρειάζεται για να ξαναβρεί την αληθινή του τάξη. Είτε είναι αγαθούλης είτε πονηρός, είτε συνδυάζει παράδοξα και τις δύο αυτές ιδιότητες, ο κλόουν τοποθετείται ως αντιρρησίας, και η φύση του τού επιτρέπει να γίνεται το όργανο μιας ανατροπής …
Ελένη Β. Σεμερτζίδου
Αρχειονόμος-Βιβλιοθηκονόμος
Διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό, ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς, νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς, ταμεῖο δίχως χρήματα καὶ δόξης τόσα μνήματα; Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ * * * |
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια, κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια, ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή. * * * |
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί, οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. * * * |
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως, συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος. * * * |
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους! σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται. * * * |
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια, σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια! * * * |
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα, πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη… αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα, δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει. * * * |
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο, ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει. Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ. * * * |
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ». Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο- νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο. Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι. * * * |
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς. Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα; * * * |
Από πηγή που στέρεψε, δροσιά μην περιμένεις
και από πουλί που πέθανε, ταξίδια μακρινά.
Από ένα δάκρυ που κυλά, μονάχα να προσμένεις
ένα καημό, που ορφάνεψε γι᾽αγάπη και χαρά
Από ματιά που δεν κοιτά αλήθεια μην γυρεύεις
και από μια θάλασσα πλατιά να κρύψει μυστικά
Σαν κοιμηθείς για τ᾽ όνειρο, τη σκέψη σου παιδεύεις
και μεγαλώνεις μέσα σου κοπάδια από θεριά.
Την θύμησή σου ξόδεψες με το να ταξιδεύεις
σε μονοπάτια απάτητα, σε δρόμους σκοτεινούς
ο κόσμος τούτος φτιάχτηκε για τους μοναχικούς
μα εσύ, ακόμα, σιωπηλά το ταίρι σου γυρεύεις…
Κιντάπογλου Γιάννης Επισκέπτης του wif
Ενα απόσπασμα από γραπτό του Γερμανού αντιφρονούντος Μάρτιν Νίμελερ, στο οποίο σχολιάζει τη στάση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» την εποχή του Γ’ Ράιχ
“Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα.
Έπειτα ήρθε η ώρα των σοσιαλδημοκρατών.
Δεν ανήκα σ΄ αυτό το κόμμα και δεν έβρισκα λόγο να διαμαρτυρηθώ.
Ακολούθησαν οι ομοφυλόφιλοι.
Ούτε κι αυτό σκέφτηκα ότι με αφορούσε.
Στο τέλος ήρθε η σειρά των τσιγγάνων.
Ούτε και τότε βρήκα λόγια για να εκφράσω την αντίθεσή μου.
Ο επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ.
Αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει”
(Μάρτιν Νίμελερ Ευαγγελιστής ιερέας )
Κιντάπογλου Γιάννης επισκέπτης του WIF
Τι είναι αυτό, κουζούμ; Στο εφημερίδες ιβλέπω, στο περιοδικά διαβασμένα εκάνω, “κώλ γκέρλς” – μώλ γκέρλς λένε, άμμα τι πιράμμα είναι ντεν ηκσέρω. Μόνο πάντα μια φωτιγραφία ιβλέπω, υμνή ένεται, ιστήθεια, μιστήθεια, πιριφέρειες μιριφέρειες, όλα έξω ένονται – άμμα κορίτσι ωραία χαμογελασμένο ένεται, από κάτω ιγράφει: Ένα από τα κωλ γκέρλς.
Αυτό πολύ μου ηρέσει, άμα τι είναι ντεν ηκσέρω. Το φίλος μου το Μανωλάκη ρωτημένο εκάνω, γιατί εκείνο ιγγλικά ηκσέρει “γκουτ μόρνιγκ” , φελιάν φιστίκ, χις μούστερις βόϊς και τσόκ σοϊλε μποϊλέ, λέει.
– Μανωλάκη, γιάχο, τι είναι αυτά τα γκώλ – μώλ γκέρλς; Όλο ιφημερίδες ιβλέπω, άμα δεν καταλαβαίνω.
– Γκέρλ θα πη κορίτσι, Κωλ θα πη…
– Ηξέρω, ηξέρω.
– Δεν ξέρεις τίποτα! Κώλ θα πη τηλεφώνημα. Τα δυό μαζί, κώλ – γκέρλ θα πη τηλεφωνοκόριτσο.
– Βάϊ, βάϊ, βάϊ και γιατί τα λένε έτσι; Τηλεφωνήτριες είναι;
– Όχι, βρε μπουνταλά. Τηλεφωνείς και πηγαίνεις.
– Σους μπε!
– Μα το Θεό, βρε. Ρώτα όποιον θέλεις!
Ρωτώ από εντώ, ρωτώ από εκεί, όλοι τα ίδια με λένε – βάϊ, βάϊ, βάϊ, τέτοιο ωραίο πιράμα και ντεν το ήκσερα; Γιαβρούμ, τούτο μεγάλο ευκολία ένεται. Χιτς από πίσω κορίτσι να μην ιπαίρνης πιά, μόνο ένα τηλεφώνημα να εκάνης.
– Κουζούμ, λέω, τέτοιο πιράμα μόνο στην Αμερική έχει, για έχει και στο Θεσσαλονίκη;
– Βρε βλάκα που ζεις; Δεν άκουσες τις προάλλες που πιάσανε στην Κηφισιά μια βίλλα και ήταν μέσα τέτοια κορίτσια; Ε, λοιπόν, υπάρχουν και παραϋπαρχουν.
– Νούμερο ηκσέρεις;
– Τι νούμερο;
– Τελέφωνο ντε; Να ιπαίρνω τελεφώνημα να παένω.
– Α τηλεφωνικό αριθμό, πως δεν ξέρω…
– Δώσε μου τηλέφωνο, λέω, άϊντε μπακαλούμ.
Το φίλος μου το Μανωλάκης τελέφωνο με δίνει, νούμερο φελιάν φιστίκ, εν τάξει, εγώ αμέσως τελέφωνο ιπαίρνω.
– Εμπιρός, λέω. Τι είναι εκεί; Εδώ Αγκόπ ένεται. Χιτς κωλ μωλ γκέρλς έχετε; Εγώ ένα ωραίο, μικρό – μικρό, ζουμπουρλούδικο ηθέλω.
Στο τηλέφωνο μια χοντρή φωνή ένεται:
– Έχουμε, λέει.
– Πόσο χρονώ ένεται;
– Πόσο χρονώ το θέλεις;
– Δεκαοχτώ, λέω.
– Εντάξει, λέει
– Τι ώρα να έλθω;
– Στις πέντε το απόγευμα.
Ύστερα αντρέσσα με δίνει, στο Καλαμαρία να πηγαίνω! Βάϊ, βάϊ, βάϊ, κουζούμ, χαρά μου μεγάλη ένεται. Τι ωραίο πιράμα είναι τούτο, γιάχο! Αυτό πολιτισμός ένεται. Κουστουμάκι μου εβάζω, ξούρα εκάνω, λεωφορείος ημπαίνω, Καλαμαρία πηαίνω, από λεωφορείος κατεβαίνω, αντρέσα ιβγάζω.
– Γιάχο, λέω, αυτό το ισπίτι ηθέλω.
Δρόμο με δείχνουν, σιγά – σιγά στο ισπίτι φτασμένο ένομαι. Κουδούνι χτυπημένο εκάνω, άμμα ισπίτι πολύ μεγκάλο και όμορφο ένεται. Ένα αντιρωπό υψηλό ιβγαίνει:
– Τι θέλετε κύριε;
– Γκωλ γκέρλς φελιάν φιστίκ τηλεφωνημένο έκανα.
– Εσείς τηλεφωνήσατε;
– Εγώ τηλεφώνησα. Κορίτσι έτοιμο ένεται;
– Μια στιγμή να σου το φέρω. Πέρaσε μέσα.
Μέσα ιμπαίνω άμμα μαντιράχαλος αντί κορίτσι να φέρνη, μια μεγάλη μαγκούρα ιφέρνει και χιτς προτου ιστόμα μου ανοίξω:
– Να και τούτη, να κι αυτή, να και το κωλ, να και τι μώλ, να, να, να!
– Βοήθειααααααα!
– Να και τούτη, να κι αυτή.
Αμάν! Τι ιξύλο ήταν εκείνο, γιαβρούμ; Χιτς τέτοιο ιξύλο άλλη φορά ντεν έφαγα. Τώρα κώλ γκέρλς ακούω, τιρίχα μου σηκώνεται, βάϊ, βάϊ, βάϊ.
Ο ΑΓΚΟΠ
Κιντάπογλου Γιάννης Επισκέπτης του WIF